• Shuffle
    Toggle On
    Toggle Off
  • Alphabetize
    Toggle On
    Toggle Off
  • Front First
    Toggle On
    Toggle Off
  • Both Sides
    Toggle On
    Toggle Off
  • Read
    Toggle On
    Toggle Off
Reading...
Front

Card Range To Study

through

image

Play button

image

Play button

image

Progress

1/188

Click to flip

Use LEFT and RIGHT arrow keys to navigate between flashcards;

Use UP and DOWN arrow keys to flip the card;

H to show hint;

A reads text to speech;

188 Cards in this Set

  • Front
  • Back
etterstilte possesiver
ουσ κτητική αντωνυμία που μπαίνει μετά
foranstilte possesiver
ουσ κτητική αντωνυμία που μπαίνει πριν
avsnitt et
ουσ παράγραφος
føde
ρ γεννώ
nyte
ρ απολαμβάνω
nytte (#utnytte : ekmetallevomai, katahrhsh kalosinis)
ρ ωφελώ
klage over
ρ παραπονιέμαι, διαμαρτύρομαι
slede en
ουσ έλκηθρο
ake
ρ τσουλώ, κυλώ, κάνω έλκηθρο
forelder en
ουσ γονιός, κηδεμόνας
funksjonshemmet
επιθ ανάπηρος
funksjonshemning en
ουσ αναπηρία
gå om igjen
ρ επαναλαμβάνω
gjenta
ρ αντιγράφω, επαναλαμβάνω
ståkarakter en
ουσ (βαθμολογική) βάση
stryke (stryk : apotihia, katw ap th vash)
ρ αποτυγχάνω σε εξέταση
valgfri
επιθ προαιρετικό
frivillig
επιθ εθελοντικό
tilpassa opplæring
εκφ προσαρμοσμένη διδασκαλία
bråke
ρ κάνω θόρυβο
true
ρ απειλώ, τρομοκρατώ, εκφοβίζω
trussel en
ουσ απειλή, κίνδυνος
stabil
επιθ σταθερός, στέρεος
orkan en
ουσ τυφώνας, ανεμοστρόβιλος
flom en
ουσ πλημμύρα
væske en
ουσ υγρό
utrydde
ρ εξολοθρεύω, εξαλείφω
utryddingstruet
ουσ απειλή εξαφάνισης
rapport en
ουσ έκθεση, μελέτη
luft en
ουσ αέρας
glitter et
ουσ ακτινοβολία, λάμψη
glitre
ρ ακτινοβολώ
renhet en
ουσ καθαρότητα
hellig
επιθ άγιος, ιερός, ευλογημένος
barnål en (nål : velona)
ουσ πευκοβελόνα
blad et (-er)
ουσ φύλλο
skinne
ρ λάμπω, αστράφτω
strand ei (strender, ene)
ουσ παραλία
dis / tåke en
ουσ καταχνιά, ομίχλη
skog en
ουσ δάσος
summe (summende : vouito)
ρ βουίζω, βομβώ, ζουζουνίζω
lysning en
ουσ ξέφωτο
insekt et (-er)
ουσ έντομο, ζωύφιο
bevissthet en (bevisst : syneidhsh)
ουσ επίγνωση
levemåte en
ουσ τρόπος ζωής
likt
επιθ ομοιόμορφος, παρόμοιος
fremmed
επιθ ξένος, άγνωστος
røve
ρ λεηλατώ, κλέβω, ληστεύω, ρημάζω
fiende en
ουσ αντίπαλος, εχθρός
pine ut
ρ καταστρέφω
høvding en
ουσ αρχηγός φυλής ή πρωτοστάτης στον πολιτισμό
alvorlig
επιθ σοβαρός
livsgrunnlag et
ουσ βάση της ζωής
være på vei til
εκφ είμαι στη φάση του να
slå fast / erklære / konstatere
ρ ανακοινώνω επίσημα, δηλώνω
global oppvarming en
ουσ παγκόσμια υπερθέρμανση
menneskeskapt
επιθ δημιουργημένο απ τον άνθρωπο
art en
ουσ είδος
klode en
ουσ κόσμος, πλανήτης
jord en
ουσ γη, πλανήτης γη
forsiktig
επιθ επιφυλακτικός, προσεκτικός, συνετός
anslå
ρ λογαριάζω, υπολογίζω, προβλέπω
atmosfære en
ουσ ατμόσφαιρα
konsentrasjon en
ουσ συγκέντρωση
føre til
ρ καταλήγω, έχω ως αποτέλεσμα
smelte
ρ λιώνω
fart en
ουσ γρηγοράδα, ταχύτητα
Arktis
ουσ Αρκτική
stige
ρ ανέρχομαι, ανεβαίνω, αυξάνομαι (η στάθμη της θάλασσας )
århundre et
ουσ εκατονταετία, αιώνας
fare / risiko en
ουσ κίνδυνος, απειλή, ρίσκο, επικινδυνότητα
være i fare
εκφ βρίσκομαι σε κίνδυνο
overflate en
ουσ επιφάνεια
ødeleggende storm
εκφ καταστροφική καταιγίδα
vegetasjon en
ουσ χλωρίδα, βλάστηση
bre seg
ρ επεκτείνομαι
dobbelt så mye/stor som (i dag)
εκφ διπλάσιος σε μέγεθος από ( όσο είναι σήμερα )
anbefale
ρ προτείνω, συμβουλεύω, συνιστώ, υποδεικνύω
forbruk et
ουσ κατανάλωση
kutte
ρ σταματώ, κόβω
brennstoff et (-er)
ουσ καύσιμο
fossil en/et
ουσ απολίθωμα, ορυκτό
kull et
ουσ κάρβουνο
rask
επιθ απότομος, σύντομος, ταχύς, αστραπιαίος
reduksjon en
ουσ μείωση, ελάττωση
innskrenke
ρ περιορίζω, οριοθετώ
fornybar
επιθ ανανεώσιμος
solenergi / bioenergi en
ουσ ηλιακή ενέργεια, βιοενέργεια
vannkraft / vindkraft / atomkraft en
ουσ υδροηλεκτρική, αιολική, πυρηνική ενέργεια
Østerrike
ουσ Αυστρία
solkraftverk en
ουσ σταθμός ηλιακής ενέργειας
ved
επιρ μέσω, διαμέσω
elektrisitet en
ουσ ηλεκτρική ενέργεια
unnslippe /unngå (slippe : apofevgw, afinw kati na pesei)
ρ γλιτώνω, ξεφεύγω
utslipp et
ουσ εκπομπή, διαρροή, διαφυγή
slippe ut
ρ εκπέμπω, διαρρέω. βγάζω προς τα έξω
drivhus et
ουσ θερμοκήπιο
radioaktiv
επιθ ραδιοενεργός
avfalle et
ουσ σαβούρα, σκουπίδι
farlig
επιθ επικίνδυνος
lagre / oppbevare
ρ αποθηκεύω, μαζεύω, συσσωρεύω
grunnstoff et (stoff : ousia, narkwtiko, iliko)
ουσ χημικό στοιχείο
thorium et
ουσ θόριο
etterlate seg
ρ αφήνω (πίσω μου) (χημικά π.χ)
atomuhell et
ουσ πυρηνικό ατύχημα
kjøp et
ουσ αγορά
forekomst en
ουσ κοίτασμα
kvote en
ουσ ποσόστωση, μερίδιο
tillatelse en
ουσ άδεια
gassutslippene
ουσ εκπομπές αερίων
summer en
ουσ βομβητής, ηλεκτρική συσκευή που παράγει ήχο
lyd en
ουσ ήχος
effekt en
ουσ αποτέλεσμα, επίδραση, επακόλουθο
rensing en
ουσ καθαρισμός
daværende
αντ ο τότε
briste ut (brast) /utbrytte
ρ ξεσπώ
gråt en
ουσ κλάμα
fra starten av
επιρ από την έναρξη
renseanlegg et
ουσ χώρος επεξεργασίας λυμάτων
kostbar
επιθ ακριβός, πολύτιμος
u-land (utviklingsland)
ουσ αναπτυσσόμενες χώρες
i-land (industriland)
ουσ βιομηχανική χώρα
vits en
ουσ αστείο, λόγος, σκοπιμότητα
poeng et
ουσ πόντος, θέμα (το θέμα είναι να,...)
Hva er vitsen? / Hva er poenget ?
εκφ ποιος είναι ο λόγος, η σκοπιμότητα;
samle
ρ συγκεντρώνω, συσσωρεύω, μαζεύω
forurense
ρ ρυπαίνω, μολύνω
det holder ikke /det er ikke godt nok
εκφ δεν είναι αρκετό
noe sånt som
εκφ κάτι σαν
hver og en av oss / hver enkelt av oss, vi alle
εκφ ο κάθε ένας από μας
ta ansvar
εκφ παίρνω ευθύνη
jammen (ja så menn) / sannelig
επιρ αληθινά
på ett år
εκφ σε ένα χρόνο (στο διάστημα ενός χρόνου)
husstand en
ουσ οικογένεια (που μένουν στο ίδιο σπίτι), νοικοκυριό
overfor
επιρ παραπάνω
nedenfor
επιρ παρακάτω, από κάτω
vare
ρ διαρκώ
deig en
ουσ ζύμη
kjøttdeig en
ουσ κυμάς
installere
ρ εγκαθιστώ
sparedusj en
ουσ ντους ανακύκλωση
senke (med en grad) /dempe
ρ κατεβάζω, χαμηλώνω
sparepære en
ουσ λάμπα οικονομίας
bytte til
ρ αλλάζω σε
glødepære en
ουσ ηλεκτρική λάμπα
bilist en
ουσ οδηγός αυτοκινήτου
sydentur en (syden : notos)
ουσ ταξίδι στο νότο
droppe
ρ εγκαταλείπω, ξεφορτώνομαι, απαρνούμαι
utgjøre
ρ ανέρχομαι σε, ισούμαι, έχω άθροισμα
sum (summen)
ουσ άθροισμα
påta seg (p..s.. et ansvar)
ρ αναλαμβάνω
skyte
ρ πυροβολώ
tilsvare
ρ ισοδυναμώ, ισούμαι
elg en
ουσ άλκη
prompe
ρ κλάνω, πέρδω
rape
ρ ρεύομαι
drastisk
επιθ δραστικός
mengde en /kvantitet
ουσ ποσότητα
enkelt
επιθ μοναδικός, μονός
å komme i gang
εκφ ξεκινώ
rike et / en stat
ουσ κράτος
samlede
επιθ συνολικός
på bakken
εκφ κατά γης, στο έδαφος
skjelett et
ουσ σκελετός
skalle en
ουσ κρανίο
utsatt
επιθ εκτεθειμένος
jordras et
ουσ καθίζηση εδάφους
forårsake
ρ προκαλώ
hogge
ρ κόβω δέντρα, πελεκώ
regnskog en
ουσ τροπικό δάσος
brann en
ουσ πυρκαγιά, φωτιά
kjenne til
ρ γνωρίζω
næringskjede en
ουσ τροφική αλυσίδα
angre
ρ μετανιώνω
produsent
ουσ παραγωγός
koble
ρ συνδέω
avansert
επιθ προχωρημένος
redde
ρ σώζω
halvfabrikat et
ουσ προπαρασκευασμένο (π.χ σούπα, σάλτσα κτλ)
fra bunnen av (bunn : patos)
εκφ απ το τίποτα
bonde en
ουσ αγρότης, χωριάτης, βλάχος
svane en
ουσ κύκνος
enøk (energiøkonomisering)
ουσ ενεργειακά οικονομικό
råvare en
ουσ πρώτη ύλη
sortere
ρ ταξινομώ
oppussing en
ουσ ανακαίνιση
til bilskyss
εκφ covoiturage
gjenvinne
ρ ανακυκλώνω, επανακτώ