• Shuffle
    Toggle On
    Toggle Off
  • Alphabetize
    Toggle On
    Toggle Off
  • Front First
    Toggle On
    Toggle Off
  • Both Sides
    Toggle On
    Toggle Off
  • Read
    Toggle On
    Toggle Off
Reading...
Front

Card Range To Study

through

image

Play button

image

Play button

image

Progress

1/30

Click to flip

Use LEFT and RIGHT arrow keys to navigate between flashcards;

Use UP and DOWN arrow keys to flip the card;

H to show hint;

A reads text to speech;

30 Cards in this Set

  • Front
  • Back
εφημερευω
βρισκομαι σε ετοιμοτητα για την αντιμετωπιση εκτακτων περιστατικων κατά την διαρκεια ενός εικοσιτετραωρου / νοσοκομειο η φαρμακειο που εφημερευει
εφημερια
διατεταγμενη υπηρεσια επι ένα εικοσιτετραωρο για την εγκαιρη αντιμετωπιση εκτακτων περιστατικων / ο χρονος της παραπανω υπηρεσιας και το ποσο με το οποιο αμειβεται κάθε γιατρος για αυτην
εφημερος
αυτος που εχει διαρκεια ζωης μιας μονο ημερας / αυτος που περναει γρηγορα, που εχει συντομη διαρκεια / εφημερη…αγαπη, δοξα, ευτυχια, θριαμβος, απολαυση / ΣΥΝ προσκαιρος, παροδικος, βραχυβιος, προςωρινος / ΑΝΤ αιωνιος, διαχρονικος, μονιμος
Το νέο πρόγραμμα σταθερότητας και ανάπτυξης, καταρτίζει το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, και θα εξειδικεύει τα διαρθρωτικά μέτρα που έχουν ήδη ανακοινωθεί.
οργανώνω, παρέχω χρήσιμες γνώσεις σε έναν τομέα / συναρμόζω, η ~ ενός θεατρικού έργου, σύνθεση
Το φορολογικό νομοσχέδιο βρίσκεται ήδη στο στάδιο της δημόσιας διαβούλευσης στο Διαδίκτυο και αναμένεται να κατατεθεί στη Βουλή ως τον Μάρτιο.
συνεννοήσεις και επιμέρους διαπραγμετεύσεις για την επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος
Την ίδια περίοδο εκτιμάται ότι θα βρίσκεται σε εξέλιξη και ο διάλογος για το Ασφαλιστικό, αφού θα έχει κατατεθεί το πόρισμα της επιτροπής εμπειρογνωμόνων.
τοποθετώ το σύνολο των συμπερασμάτων σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα
Με ισχνή άνοδο έκλεισαν τη Δευτέρα οι δείκτες των μετοχών στη συνεδρίαση του Χρηματιστηρίου της Wall Street
αδύνατος, αυτός που δεν έχει μεγάλο μέγεθος
μετά το αποτραπέν τρομοκρατικό πλήγμα μετρίασε την άνοδο των εταιρειών λιανικής
μειώνω, αυτός που πωλείται σε μικρές ποσότητες
Έκτακτη επιχορήγηση συνολικού ύψους 8.000.000 ευρώ για την αποκατάσταση ζημιών που προκλήθηκαν από θεομηνίες, κατανεμήθηκε σε δήμους και νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις, με απόφαση του υπουργού Εσωτερικών, Γιάννη Ραγκούση.
η επαναφορά στην προηγούμενη θέση, κακές καιρικές συνθήκες που επιφέρουν μεγάλες καταστροφές σε καλλιέργιες και κατασκευές, χωρίζω σε μέρη
Η κατανομή της έκτακτης επιχορήγησης
μοίρασμα
Αρχίζει την Τρίτη 29/12 η καταβολή του επιδόματος κοινωνικής αλληλεγγύης σε περισσότερους από 800.000 δικαιούχους του ΟΓΑ.
το ηθικό καθήκον της αλληλοβοήθειας, της υποχρέωσης που έχουν τα μέλη μιας ομάδας να υποστηρίζονται και να ενισχύονται αμοιβαία: Ο συνδικαλισμός στηρίζεται στην επαγγελματική ~. Aπεργούν σε ένδειξη αλληλεγγύης προς τους συναδέλφους τους που διώκονται. || (επέκτ.) συμπαράσταση: Ο λαός έδειξε την ~ του στους πρόσφυγες.
Σε εκκρεμότητα παραμένει η καταβολή του επιδόματος σε 33.000 άνεργους δικαιούχους, οι οποίοι δεν έχουν γνωστοποιήσει στον ΟΑΕΔ τον αριθμό του τραπεζικού τους λογαριασμού.
1. η ενέργεια του καταβάλλω 2. α. εκπλήρωση χρηματικής οφειλής: H ~ του φόρου / της προκαταβολής / του μισθού. β. ~ προσπαθειών. 2. (κυρ. πληθ.) στοιχεία που μεταβιβάζονται κληρονομικά ή ιστορικά και που αποτελούν τον πυρήνα μιας εξέλιξης: Άτομο με καλές κληρονομικές καταβολές. Ο ελληνισμός της Mικράς Aσίας είχε ιστορικές καταβολές πολλών αιώνων. ΦΡ από καταβολής κόσμου, για να δηλώσουμε ότι κτ. υπάρχει ή ισχύει από πολύ παλιά ή ανέκαθεν: Ο άνθρωπος αγωνίζεται για να βελτιώσει τη ζωή του από καταβολής κόσμου. (σε σχήμα υπερβολής): Aυτό το παλτό το έχω από καταβολής κόσμου.
καταβολή (2)
2. (ιατρ.) ~ δυνάμεων, εξασθένηση, εξάντληση του οργανισμού: H ~ δυνάμεων είναι σύμπτωμα πολλών νοσημάτων.
χωρίς να υπεισέλθουν σε λεπτομέρειες
υπεισέρχομαι [ipisérxome] Ρ αόρ. υπεισήλθα, απαρέμφ. υπεισέλθει : για κτ. που παρεμβαίνει σε μια διαδικασία, προκαλώντας συνήθ. διαφοροποίηση των δεδομένων: Εδώ υπεισέρχονται και άλλοι παράγοντες. || (έκφρ.) ~ σε λεπτομέρειες, προχωρώ, μπαίνω.

[λόγ. < αρχ. ὑπεισέρχομαι `μπαίνω μυστικά, γλιστράω μέσα΄]
παρότρυνση
η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παροτρύνω· η παρακίνηση, η προτροπή ή η ενθάρυνση: Mε την παρότρυνσή του ακολούθησα αυτόν τον κλάδο.
σκούντημα
η ενέργεια του σκουντώ: Ένιωσε ένα δυ νατό ~. 2. (μτφ., προφ.) πιεστική παρότρυνση: Θέλει ~ για να διαβάσει.
φόρτσα
ως παρότρυνση για να αυξήσει κάποιος (συνήθ. ομάδα) τη δύναμη, την απόδοσή του: ~ ομαδάρα!
ώθηση
η ενέργεια του ωθώ. α. σπρώξιμο. β. (μτφ.) παρότρυνση, προτροπή. ΦΡ δίνω ~, ωθώ προς ένα ανώτερο στάδιο εξέλιξης, ανάπτυξης· προωθώ: H εφεύρεση του ηλεκτρονικού μικροσκοπίου έδωσε νέα ~ στην ιατρική έρευνα.
Η κρατική τηλεόραση της Τεχεράνης πάντως, εστίασε την προσοχή της στις διαδηλώσεις
εστιάζω - 1.(φυσ.) με τα κατάλληλα οπτικά ή ηλεκτρομαγνητικά μέσα συγκεντρώνω μια φωτεινή δέσμη ή μια ροή σωματιδίων σε συγκεκριμένο σημείο: ~ μια ηλεκτρονική δέσμη. ~ ένα φακό, κάνω να συμπέσει η εστία του με ορισμένο σημείο. || (για φακό) συγκεντρώνω στην εστία μου: Οι συγκλίνοντες φακοί εστιάζουν τις ακτίνες της φωτεινής δέσμης. 2. (μτφ., για ανθρώπινη ενέργεια, δραστηριότητα κτλ.) κάνω να έχει ως επίκεντρο, ως βασικό της στοιχείο· (πρβ. επικεντρώνω): Tο φιλμ / το μυθιστόρημα εστιάζει τη δράση στην εφηβική ηλικία. Tο ρεπορτάζ εστιάζεται σε τελείως ασήμαντες λεπτομέρειες.
επικεντρώνω
1.(για ανθρώπινη ενέργεια, δραστηριότητα κτλ.) κάνω να έχει ως επίκεντρο, ως βασικό στοιχείο και ιδίως ως αντικείμενο, κτ.· (πρβ. εστιάζω): ~ την προσοχή / το ενδιαφέρον μου σε κτ. Οικονομική δραστηριότητα επικεντρωμένη στο εμπόριο. Επικεντρώνομαι σε κτ., το προσέχω ή ασχολούμαι ιδιαίτερα με αυτό. 2. (σπάν.) βρίσκω το κέντρο (για γεωμετρικό σχήμα ή σώμα) και ιδίως τον κεντρικό άξονα (για κύλινδρο).

[λόγ. επίκεντρ(ον) -ώ > -ώνω (πρβ. ελνστ. ἐπικεντροῦμαι `κατέχω καίριο σημείο΄)]
Αρχίζει την Τρίτη 29/12 η καταβολή του επιδόματος κοινωνικής αλληλεγγύης σε περισσότερους από 800.000 δικαιούχους του ΟΓΑ.
το ηθικό καθήκον της αλληλοβοήθειας, της υποχρέωσης που έχουν τα μέλη μιας ομάδας να υποστηρίζονται και να ενισχύονται αμοιβαία: Ο συνδικαλισμός στηρίζεται στην επαγγελματική ~. Aπεργούν σε ένδειξη αλληλεγγύης προς τους συναδέλφους τους που διώκονται. || (επέκτ.) συμπαράσταση: Ο λαός έδειξε την ~ του στους πρόσφυγες.
Σε εκκρεμότητα παραμένει η καταβολή του επιδόματος σε 33.000 άνεργους δικαιούχους, οι οποίοι δεν έχουν γνωστοποιήσει στον ΟΑΕΔ τον αριθμό του τραπεζικού τους λογαριασμού.
1. η ενέργεια του καταβάλλω 2. α. εκπλήρωση χρηματικής οφειλής: H ~ του φόρου / της προκαταβολής / του μισθού. β. ~ προσπαθειών. 2. (κυρ. πληθ.) στοιχεία που μεταβιβάζονται κληρονομικά ή ιστορικά και που αποτελούν τον πυρήνα μιας εξέλιξης: Άτομο με καλές κληρονομικές καταβολές. Ο ελληνισμός της Mικράς Aσίας είχε ιστορικές καταβολές πολλών αιώνων. ΦΡ από καταβολής κόσμου, για να δηλώσουμε ότι κτ. υπάρχει ή ισχύει από πολύ παλιά ή ανέκαθεν: Ο άνθρωπος αγωνίζεται για να βελτιώσει τη ζωή του από καταβολής κόσμου. (σε σχήμα υπερβολής): Aυτό το παλτό το έχω από καταβολής κόσμου.
καταβολή (2)
2. (ιατρ.) ~ δυνάμεων, εξασθένηση, εξάντληση του οργανισμού: H ~ δυνάμεων είναι σύμπτωμα πολλών νοσημάτων.
χωρίς να υπεισέλθουν σε λεπτομέρειες
υπεισέρχομαι [ipisérxome] Ρ αόρ. υπεισήλθα, απαρέμφ. υπεισέλθει : για κτ. που παρεμβαίνει σε μια διαδικασία, προκαλώντας συνήθ. διαφοροποίηση των δεδομένων: Εδώ υπεισέρχονται και άλλοι παράγοντες. || (έκφρ.) ~ σε λεπτομέρειες, προχωρώ, μπαίνω.

[λόγ. < αρχ. ὑπεισέρχομαι `μπαίνω μυστικά, γλιστράω μέσα΄]
παρότρυνση
η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παροτρύνω· η παρακίνηση, η προτροπή ή η ενθάρυνση: Mε την παρότρυνσή του ακολούθησα αυτόν τον κλάδο.
σκούντημα
η ενέργεια του σκουντώ: Ένιωσε ένα δυ νατό ~. 2. (μτφ., προφ.) πιεστική παρότρυνση: Θέλει ~ για να διαβάσει.
φόρτσα
ως παρότρυνση για να αυξήσει κάποιος (συνήθ. ομάδα) τη δύναμη, την απόδοσή του: ~ ομαδάρα!
ώθηση
η ενέργεια του ωθώ. α. σπρώξιμο. β. (μτφ.) παρότρυνση, προτροπή. ΦΡ δίνω ~, ωθώ προς ένα ανώτερο στάδιο εξέλιξης, ανάπτυξης· προωθώ: H εφεύρεση του ηλεκτρονικού μικροσκοπίου έδωσε νέα ~ στην ιατρική έρευνα.
Η κρατική τηλεόραση της Τεχεράνης πάντως, εστίασε την προσοχή της στις διαδηλώσεις
εστιάζω - 1.(φυσ.) με τα κατάλληλα οπτικά ή ηλεκτρομαγνητικά μέσα συγκεντρώνω μια φωτεινή δέσμη ή μια ροή σωματιδίων σε συγκεκριμένο σημείο: ~ μια ηλεκτρονική δέσμη. ~ ένα φακό, κάνω να συμπέσει η εστία του με ορισμένο σημείο. || (για φακό) συγκεντρώνω στην εστία μου: Οι συγκλίνοντες φακοί εστιάζουν τις ακτίνες της φωτεινής δέσμης. 2. (μτφ., για ανθρώπινη ενέργεια, δραστηριότητα κτλ.) κάνω να έχει ως επίκεντρο, ως βασικό της στοιχείο· (πρβ. επικεντρώνω): Tο φιλμ / το μυθιστόρημα εστιάζει τη δράση στην εφηβική ηλικία. Tο ρεπορτάζ εστιάζεται σε τελείως ασήμαντες λεπτομέρειες.
επικεντρώνω
1.(για ανθρώπινη ενέργεια, δραστηριότητα κτλ.) κάνω να έχει ως επίκεντρο, ως βασικό στοιχείο και ιδίως ως αντικείμενο, κτ.· (πρβ. εστιάζω): ~ την προσοχή / το ενδιαφέρον μου σε κτ. Οικονομική δραστηριότητα επικεντρωμένη στο εμπόριο. Επικεντρώνομαι σε κτ., το προσέχω ή ασχολούμαι ιδιαίτερα με αυτό. 2. (σπάν.) βρίσκω το κέντρο (για γεωμετρικό σχήμα ή σώμα) και ιδίως τον κεντρικό άξονα (για κύλινδρο).

[λόγ. επίκεντρ(ον) -ώ > -ώνω (πρβ. ελνστ. ἐπικεντροῦμαι `κατέχω καίριο σημείο΄)]