• Shuffle
    Toggle On
    Toggle Off
  • Alphabetize
    Toggle On
    Toggle Off
  • Front First
    Toggle On
    Toggle Off
  • Both Sides
    Toggle On
    Toggle Off
  • Read
    Toggle On
    Toggle Off
Reading...
Front

Card Range To Study

through

image

Play button

image

Play button

image

Progress

1/957

Click to flip

Use LEFT and RIGHT arrow keys to navigate between flashcards;

Use UP and DOWN arrow keys to flip the card;

H to show hint;

A reads text to speech;

957 Cards in this Set

  • Front
  • Back
etterstilte possesiver
ουσ κτητική αντωνυμία που μπαίνει μετά
foranstilte possesiver
ουσ κτητική αντωνυμία που μπαίνει πριν
avsnitt et
ουσ παράγραφος
føde
ρ γεννώ
nyte
ρ απολαμβάνω
nytte (#utnytte : ekmetallevomai, katahrhsh kalosinis)
ρ ωφελώ
klage over
ρ παραπονιέμαι, διαμαρτύρομαι
slede en
ουσ έλκηθρο
ake
ρ τσουλώ, κυλώ, κάνω έλκηθρο
forelder en
ουσ γονιός, κηδεμόνας
funksjonshemmet
επιθ ανάπηρος
funksjonshemning en
ουσ αναπηρία
gå om igjen
ρ επαναλαμβάνω
gjenta
ρ αντιγράφω, επαναλαμβάνω
ståkarakter en
ουσ (βαθμολογική) βάση
stryke (stryk : apotihia, katw ap th vash)
ρ αποτυγχάνω σε εξέταση
valgfri
επιθ προαιρετικό
frivillig
επιθ εθελοντικό
tilpassa opplæring
εκφ προσαρμοσμένη διδασκαλία
bråke
ρ κάνω θόρυβο
true
ρ απειλώ, τρομοκρατώ, εκφοβίζω
trussel en
ουσ απειλή, κίνδυνος
stabil
επιθ σταθερός, στέρεος
orkan en
ουσ τυφώνας, ανεμοστρόβιλος
flom en
ουσ πλημμύρα
væske en
ουσ υγρό
utrydde
ρ εξολοθρεύω, εξαλείφω
utryddingstruet
ουσ απειλή εξαφάνισης
rapport en
ουσ έκθεση, μελέτη
luft en
ουσ αέρας
glitter et
ουσ ακτινοβολία, λάμψη
glitre
ρ ακτινοβολώ
renhet en
ουσ καθαρότητα
hellig
επιθ άγιος, ιερός, ευλογημένος
barnål en (nål : velona)
ουσ πευκοβελόνα
blad et (-er)
ουσ φύλλο
skinne
ρ λάμπω, αστράφτω
strand ei (strender, ene)
ουσ παραλία
dis / tåke en
ουσ καταχνιά, ομίχλη
skog en
ουσ δάσος
summe (summende : vouito)
ρ βουίζω, βομβώ, ζουζουνίζω
lysning en
ουσ ξέφωτο
insekt et (-er)
ουσ έντομο, ζωύφιο
bevissthet en (bevisst : syneidhsh)
ουσ επίγνωση
levemåte en
ουσ τρόπος ζωής
likt
επιθ ομοιόμορφος, παρόμοιος
fremmed
επιθ ξένος, άγνωστος
røve
ρ λεηλατώ, κλέβω, ληστεύω, ρημάζω
fiende en
ουσ αντίπαλος, εχθρός
pine ut
ρ καταστρέφω
høvding en
ουσ αρχηγός φυλής ή πρωτοστάτης στον πολιτισμό
alvorlig
επιθ σοβαρός
livsgrunnlag et
ουσ βάση της ζωής
være på vei til
εκφ είμαι στη φάση του να
slå fast / erklære / konstatere
ρ ανακοινώνω επίσημα, δηλώνω
global oppvarming en
ουσ παγκόσμια υπερθέρμανση
menneskeskapt
επιθ δημιουργημένο απ τον άνθρωπο
art en
ουσ είδος
klode en
ουσ κόσμος, πλανήτης
jord en
ουσ γη, πλανήτης γη
forsiktig
επιθ επιφυλακτικός, προσεκτικός, συνετός
anslå
ρ λογαριάζω, υπολογίζω, προβλέπω
atmosfære en
ουσ ατμόσφαιρα
konsentrasjon en
ουσ συγκέντρωση
føre til
ρ καταλήγω, έχω ως αποτέλεσμα
smelte
ρ λιώνω
fart en
ουσ γρηγοράδα, ταχύτητα
Arktis
ουσ Αρκτική
stige
ρ ανέρχομαι, ανεβαίνω, αυξάνομαι (η στάθμη της θάλασσας )
århundre et
ουσ εκατονταετία, αιώνας
fare / risiko en
ουσ κίνδυνος, απειλή, ρίσκο, επικινδυνότητα
være i fare
εκφ βρίσκομαι σε κίνδυνο
overflate en
ουσ επιφάνεια
ødeleggende storm
εκφ καταστροφική καταιγίδα
vegetasjon en
ουσ χλωρίδα, βλάστηση
bre seg
ρ επεκτείνομαι
dobbelt så mye/stor som (i dag)
εκφ διπλάσιος σε μέγεθος από ( όσο είναι σήμερα )
anbefale
ρ προτείνω, συμβουλεύω, συνιστώ, υποδεικνύω
forbruk et
ουσ κατανάλωση
kutte
ρ σταματώ, κόβω
brennstoff et (-er)
ουσ καύσιμο
fossil en/et
ουσ απολίθωμα, ορυκτό
kull et
ουσ κάρβουνο
rask
επιθ απότομος, σύντομος, ταχύς, αστραπιαίος
reduksjon en
ουσ μείωση, ελάττωση
innskrenke
ρ περιορίζω, οριοθετώ
fornybar
επιθ ανανεώσιμος
solenergi / bioenergi en
ουσ ηλιακή ενέργεια, βιοενέργεια
vannkraft / vindkraft / atomkraft en
ουσ υδροηλεκτρική, αιολική, πυρηνική ενέργεια
Østerrike
ουσ Αυστρία
solkraftverk en
ουσ σταθμός ηλιακής ενέργειας
ved
επιρ μέσω, διαμέσω
elektrisitet en
ουσ ηλεκτρική ενέργεια
unnslippe /unngå (slippe : apofevgw, afinw kati na pesei)
ρ γλιτώνω, ξεφεύγω
utslipp et
ουσ εκπομπή, διαρροή, διαφυγή
slippe ut
ρ εκπέμπω, διαρρέω. βγάζω προς τα έξω
drivhus et
ουσ θερμοκήπιο
radioaktiv
επιθ ραδιοενεργός
avfalle et
ουσ σαβούρα, σκουπίδι
farlig
επιθ επικίνδυνος
lagre / oppbevare
ρ αποθηκεύω, μαζεύω, συσσωρεύω
grunnstoff et (stoff : ousia, narkwtiko, iliko)
ουσ χημικό στοιχείο
thorium et
ουσ θόριο
etterlate seg
ρ αφήνω (πίσω μου) (χημικά π.χ)
atomuhell et
ουσ πυρηνικό ατύχημα
kjøp et
ουσ αγορά
forekomst en
ουσ κοίτασμα
kvote en
ουσ ποσόστωση, μερίδιο
tillatelse en
ουσ άδεια
gassutslippene
ουσ εκπομπές αερίων
summer en
ουσ βομβητής, ηλεκτρική συσκευή που παράγει ήχο
lyd en
ουσ ήχος
effekt en
ουσ αποτέλεσμα, επίδραση, επακόλουθο
rensing en
ουσ καθαρισμός
daværende
αντ ο τότε
briste ut (brast) /utbrytte
ρ ξεσπώ
gråt en
ουσ κλάμα
fra starten av
επιρ από την έναρξη
renseanlegg et
ουσ χώρος επεξεργασίας λυμάτων
kostbar
επιθ ακριβός, πολύτιμος
u-land (utviklingsland)
ουσ αναπτυσσόμενες χώρες
i-land (industriland)
ουσ βιομηχανική χώρα
vits en
ουσ αστείο, λόγος, σκοπιμότητα
poeng et
ουσ πόντος, θέμα (το θέμα είναι να,...)
Hva er vitsen? / Hva er poenget ?
εκφ ποιος είναι ο λόγος, η σκοπιμότητα;
samle
ρ συγκεντρώνω, συσσωρεύω, μαζεύω
forurense
ρ ρυπαίνω, μολύνω
det holder ikke /det er ikke godt nok
εκφ δεν είναι αρκετό
noe sånt som
εκφ κάτι σαν
hver og en av oss / hver enkelt av oss, vi alle
εκφ ο κάθε ένας από μας
ta ansvar
εκφ παίρνω ευθύνη
jammen (ja så menn) / sannelig
επιρ αληθινά
på ett år
εκφ σε ένα χρόνο (στο διάστημα ενός χρόνου)
husstand en
ουσ οικογένεια (που μένουν στο ίδιο σπίτι), νοικοκυριό
overfor
επιρ παραπάνω
nedenfor
επιρ παρακάτω, από κάτω
vare
ρ διαρκώ
deig en
ουσ ζύμη
kjøttdeig en
ουσ κυμάς
installere
ρ εγκαθιστώ
sparedusj en
ουσ ντους ανακύκλωση
senke (med en grad) /dempe
ρ κατεβάζω, χαμηλώνω
sparepære en
ουσ λάμπα οικονομίας
bytte til
ρ αλλάζω σε
glødepære en
ουσ ηλεκτρική λάμπα
bilist en
ουσ οδηγός αυτοκινήτου
sydentur en (syden : notos)
ουσ ταξίδι στο νότο
droppe
ρ εγκαταλείπω, ξεφορτώνομαι, απαρνούμαι
utgjøre
ρ ανέρχομαι σε, ισούμαι, έχω άθροισμα
sum (summen)
ουσ άθροισμα
påta seg (p..s.. et ansvar)
ρ αναλαμβάνω
skyte
ρ πυροβολώ
tilsvare
ρ ισοδυναμώ, ισούμαι
elg en
ουσ άλκη
prompe
ρ κλάνω, πέρδω
rape
ρ ρεύομαι
drastisk
επιθ δραστικός
mengde en /kvantitet
ουσ ποσότητα
enkelt
επιθ μοναδικός, μονός
å komme i gang
εκφ ξεκινώ
rike et / en stat
ουσ κράτος
samlede
επιθ συνολικός
på bakken
εκφ κατά γης, στο έδαφος
skjelett et
ουσ σκελετός
skalle en
ουσ κρανίο
utsatt
επιθ εκτεθειμένος
jordras et
ουσ καθίζηση εδάφους
forårsake
ρ προκαλώ
hogge
ρ κόβω δέντρα, πελεκώ
regnskog en
ουσ τροπικό δάσος
brann en
ουσ πυρκαγιά, φωτιά
kjenne til
ρ γνωρίζω
næringskjede en
ουσ τροφική αλυσίδα
angre
ρ μετανιώνω
produsent
ουσ παραγωγός
koble
ρ συνδέω
avansert
επιθ προχωρημένος
redde
ρ σώζω
halvfabrikat et
ουσ προπαρασκευασμένο (π.χ σούπα, σάλτσα κτλ)
fra bunnen av (bunn : patos)
εκφ απ το τίποτα
bonde en
ουσ αγρότης, χωριάτης, βλάχος
svane en
ουσ κύκνος
enøk (energiøkonomisering)
ουσ ενεργειακά οικονομικό
råvare en
ουσ πρώτη ύλη
sortere
ρ ταξινομώ
oppussing en
ουσ ανακαίνιση
til bilskyss
εκφ covoiturage
gjenvinne
ρ ανακυκλώνω, επανακτώ
edru
επιθ νηφάλιος, ξεμέθυστος
formynder en
ουσ κηδεμόνας
og jeg vet ikke hva
εκφ και δεν ξέρω γω τι
forsterke / styrke
ρ ενισχύω, ισχυροποιώ, δυναμώνω
forminske
ρ σμικρύνω, αποδυναμώνω
utropstegn et
ουσ θαυμαστικό
bøte på noe
ρ διορθώνω, επιδιορθώνω κάτι
smerteterskel en
ουσ επίπεδο αντοχής στον πόνο
ta feil
ρ κάνω λάθος
bli lagt på ei båre
εκφ τοποθετούμαι σε φορείο
krykke ei
ουσ πατερίτσα
hjelm et
ουσ κράνος
kollidere med noe/noen
ρ συγκρούομαι, χτυπώ, πέφτω πάνω σε, τρακάρω
bli påkjørt
εκφ το να είμαι το θύμα ενός τρακαρίσματος, εκείνος που τρακάρουν
kjøre på noen
ρ τρακάρω κάποιον
linse en
ουσ φακή
kikert en
ουσ ρεβίθι
bønne en
ουσ φασόλι
lønnsomt
επιθ κερδοφόρος
ansette
ρ προσλαμβάνω, διορίζω
tillate
ρ επιτρέπω
tillatt
επιθ επιτρεπόμενος
sammenheng en
ουσ συνάρτηση, συνοχή, συνέπεια, συμφραζόμενο
fang et
ουσ πόδι (ανάμεσα από γόνατα και μηρό) (έκατσε στα πόδια του παππού )
nikke
ρ γνέφω
forferde /sjokkere
ρ σοκάρω
forvirret
επιθ μπερδεμένος
se uten for vinduet / gjennom vinduet / i vinduet
ρ βλέπω έξω απ το παράθυρο
dyreliv et
ουσ πανίδα
istida
ουσ εποχή των παγετώνων
eldre steinalder /mesolittisk tid
ουσ μεσολιθική εποχή
yngre steinalder / neolittisk tid
ουσ νεολιθική εποχή
bronsealder
ουσ εποχή του χαλκού
jernalder
ουσ εποχή του σιδήρου
det kan ha kommet
εκφ μπορεί να έχουν έρθει
arkeologisk
επιθ αρχαιολογικός
funn et
ουσ εύρημα
endre
ρ αλλάζω, διαφοροποιούμαι
spor et / synlig merke
ουσ ένδειξη, ίχνος, σημάδι
fangst en
ουσ θήραμα
fange
ρ πιάνω, θηρεύω, πιάνω στην παγίδα
spiselig
επιθ φαγώσιμος, βρώσιμος, εδώδιμος
redskap (-er) / verktøy / utstyr (-er) et
ουσ εργαλέιο
horn et
ουσ κέρας, κέρατο
bein et
ουσ πόδι, κόκκαλο
tam (tamme) / domestisert / ikke vill
επιθ ήμερος, εξημερωμένος
dyrke
ρ λατρεύω, τιμώ, αγαπώ πάρα πολύ, καλλιεργώ
hvete en
ουσ σιτάρι
bygg en/et
ουσ κριθάρι
hirse en
ουσ κεχρί
holde dyr
ρ εκτρέφω ζώα
antakelig
επιρ ίσως, μάλλον
jakt en /jakte
ουσ/ρ κυνήγι/ κυνηγώ
fiske / fiske et
ρ/ουσ ψαρεύω/ ψάρεμα
aller
επιρ εντελώς, απολύτως, πλήρως, απόλυτα
metall et
ουσ μέταλλο
gjenstand en
ουσ αντικείμενο
utveksle
ρ συναλλάσω, ανταλλάσω
betydning en
ουσ σημασία, σπουδαιότητα, έννοια
ull en
ουσ μαλλί ζώου
mektig
επιθ ισχυρός, δυνατός
våpen et
ουσ όπλο
smykke / smykke et (-er)
ρ/ουσ στολίζω, διακοσμώ / κόσμημα, στολίδι
grav en
ουσ τάφος
krige
ρ πολεμώ, μάχομαι
sent
επιρ αργά, καθυστερημένα
bli brukt til våpen
εκφ χρησιμοποιείται ως όπλο
pløye / pløye en
ρ/ ουσ οργώνω/ όργωμα
ta i bruk
εκφ κάνω χρήση
egne seg / passe
ρ είμαι ότι πρέπει κάτι / είμαι κατάλληλος για κάτι
helleristning en
ουσ πετρογλυφικό
hugge inn
ρ λαξεύω
skåre
ρ σημειώνω
skip et
ουσ πλοίο, καράβι
dele noe inn i noe etter noe
εκφ χωρίζω κάτι σε κάτι βάσει του
inndeling en
ουσ τμήμα, κομμάτι, μέρος από
årstall et
ουσ χρονολογία
mild
επιθ ήπιος
jeger en
ουσ κυνηγός
samler en
ουσ συλλέκτης
relativt
επιρ σχετικά
slipe
ρ λειαίνω, τροχίζω, ακονίζω
fe en
ουσ ζώο φάρμας, ανόητος, αγαθιάρης
fedrift en / husdyrhold et
ουσ κτηνοτροφία
flint en
ουσ πυρόλιθος, τσακμακόπετρα
handel en
ουσ εμπόριο
innskrift en
ουσ επιγραφή
flytte på seg
εκφ μετακινούμαι
rune en
ουσ ρουνικό γράμμα
romerriket
ουσ Ρωμαική αυτοκρατορία
fall et
ουσ πτώση
dra på tokt
εκφ κάνω επιδρομή με καράβι (Βίκινγκς)
kjernefamilie en
ουσ οικογένεια (μόνο γονείς και παιδιά )
klokke en
ουσ καμπάνα
mest kjent for å
εκφ περισσότερο γνωστός για το ότι ...
rekke opp hånda
εκφ σηκώνω το χέρι
kraftig
επιρ δυνατά, απότομα
midtøsten
ουσ Μέση Ανατολή, Εγγύς Ανατολή
sider ved livet
εκφ πτυχές της ζωής
bli tatt i bruk
εκφ ξεκινά να χρησιμοποιείται
være i bruk
εκφ είμαι σε χρήση
skjære
ρ κόβω (δέντρο), χαράζω
strek en
ουσ γραμμή, λωρίδα
bokstav en
ουσ γράμμα
i nærheten av
επιρ γύρω περιοχή, κοντά
utgraving en
ουσ ανασκαφή
uro en
ουσ αναβρασμός, ανησυχία, ταραχή, αναστάτωση
handelssted et
ουσ εμπορικό μέρος
bymessig
επιθ αστικός, της πόλης
bolighus et
ουσ κατοικία, σπίτι
spredt
επιρ διάσπαρτα, αραιά
bli kalt
εκφ παίρνω το όνομα
langhus et
ουσ παραδοσιακό σπίτι Βίκινγκς
ildsted et
ουσ εστία, τζάκι
i midten
επιρ στη μέση
rekonstruere
ρ ανασυνθέτω, αναπλάθω, αναπαριστάνω
atskillig
επιρ σημαντικά
tjenestefolk et
ουσ προσωπικό υπηρεσίας
trell / ufri / slave en
ουσ υπηρέτης, δούλος, σκλάβος
fange en
ουσ κρατούμενος, αιχμάλωτος
holde seg
ρ μένω, διαμένω, βρίσκομαι
gårdsdrift en
ουσ γεωργία, αγροκαλλιέργεια
handelsferd en
ουσ εμπορικό ταξίδι, εμπορική ναυτιλία
handelsvare en
ουσ εμπορικό αγαθό
plyndre
ρ ρημάζω, ληστεύω, λεηλατώ
angrep et
ουσ επίθεση
effektiv
επιθ αποτελεσματικός
manøvrere
ρ ελίσσομαι, μανουβράρω
hurtig
επιθ ταχύς, γρήγορος, σβέλτος
komme seg unna
ρ τρέπομαι σε άτακτη φυγή, δραπετεύω
rekke (rakk -rukket)
ρ προλαβαίνω
reagere
ρ αντιδρώ
stridighet / kamp / ufred en
ουσ αγώνας, καυγάς, διαμάχη
utenfra
επιθ εξωτερικός, που δεν προέρχεται από μέσα
benytte seg av
ρ εκμεταλεύομαι (αρπάζω την ευκαιρία)
benytte
ρ χρησιμοποιώ, αξιοποιώ, εκμεταλεύομαι
vise seg
ρ αποκαλύπτομαι
angripe
ρ επιτίθεμαι
kloster et (klostre)
ουσ μοναστήρι
motstand en
ουσ αντίδραση, αντίσταση
frykte
ρ σκιάζομαι, φοβάμαι, τρομάζω
hedning en
ουσ πολυθειστής, ειδωλολάτρης
hærmakt en
ουσ στρατιωτική δύναμη
stikkende
επιθ αγκαθωτός
veps en
ουσ σφήκα
vill
επιθ άγριος
ulv en
ουσ λύκος
slå ned
ρ ξυλοκοπώ, γρονθοκοπώ, συνθλίβω
trekkdyr et
ουσ ζώα που σύρουν άμαξες
prest en
ουσ παπάς, επίσκοπος
diakon en
ουσ διάκονος
flokk en
ουσ ποίμνιο, πιστός
nonne ei
ουσ μοναχή. καλόγρια
munk en
ουσ μοναχός, καλόγερος
legge øde
εκφ ρημάζω, ερημώνω, λεηλατώ
øde
επιθ άδειος, έρημος, κενός
grusom (gru: tromos, friki)
επιθ άγριος, σκληρός, βάρβαρος, λυσσαλέος, καταστροφικό, φρικτός
trampe
ρ περπατώ βαριά, ποδοπατώ
hellig
επιθ άγιος
uren
επιθ ακάθαρτος, βρώμικος
grave opp
ρ ξεθάβω
alter et
ουσ Αγία τράπεζα, βωμός
beskrivelse en
ουσ περιγραφή
stamme fra
ρ προέρχομαι από
overfall et
ουσ επίθεση, ενέδρα, εισβολή
rykte et (-er)
ουσ φήμη, υπόληψη, όνομα
ransmann en
ουσ ληστής
lete etter
ρ γυρεύω, αναζητώ, ψάχνω να βρω
mot at
επιρ με το να
løfte et
ουσ υπόσχεση
love
ρ υπόσχομαι
normanner en
ουσ Νορμανδός
mynt en
ουσ κέρμα, νόμισμα
hovedsakelig / stort sett
επιρ ως επί το πλείστον, κατεξοχήν, σε γενικές γραμμές
vestover
επιρ δυτικά, προς τα δυτικά
danne
ρ συγκροτώ, δημιουργώ, συνθέτω
grunnlegge
ρ ιδρύω
newfoundland
νέα γη
saga en
ουσ έπος
bringe (brakte)
ρ μεταφέρω, φέρω
følge av
ουσ αποτέλεσμα του
dagligliv et
ουσ καθημερινή ζωή
luksuriøs
επιθ πολυτελής
Svartehavet
ουσ μαύρη θάλασσα
litt etter litt
εκφ λίγο λίγο, σιγά σιγά
kjennskap et
ουσ γνώση
kristendom en
ουσ χριστιανισμός
vakker
επιθ ωραίος, όμορφος
sendemann / sendebud / ambassadør en
ουσ αγγελιοφόρος, απεσταλμένος, πρεσβευτής
småkonge en
ουσ βασιλιάς ενός μικρούς τμήματος
underlig / rar / merkelig
επιθ ασυνήθιστος, περίεργος, παράδοξος, αλλόκοτος
enekonge en
ουσ μονάρχης (βασιλιάς ολόκληρης χώρας)
være svært stor på noe /være overlegen
εκφ ανώτερος του μέσου, επηρμένος, υπεροπτικός, φαντασμένος, που έχουν πάρει τα μυαλά του αέρα
med å snakke slik
εκφ με το να μιλώ έτσι
holde på sitt / være bestemt / ikke gi seg
εκφ εμμένω στις θέσεις μου
gjøre seg klar
εκφ προετοιμάζομαι, ετοιμάζομαι
legge under seg / erobre
ρ καταλαμβάνω
uklok
επιθ ανόητος, απρεπής, απερίσκεπτος
straffe
ρ τιμωρώ, σωφρονίζω, επιβάλλω ποινή
kjemme
ρ χτενίζω
holde løftet
εκφ κρατώ την υπόσχεση
få stelt
ρ του έγινε περιποίηση, του περιποιήθηκαν
historiker en
ουσ ιστορικός
samling en
ουσ συγκέντρωση, ενοποίηση, συνένωση
replikk / ytring en
ουσ δήλωση, απάντηση, ατάκα
sammensatt
επιθ σύνθετος, πολυσύνθετος, ανάμεικτος
prosess en
ουσ διαδικασία, επιχείρηση
fortelling en
ουσ διήγημα, διήγηση, αφήγημα, αφήγηση
tyde på / signalisere / indikere
ρ δείχνω, μαρτυρώ, σηματοδοτώ
enhet en
ουσ ομόνοια, ενότητα, μονάδα
stående
επιθ όρθιος
glo
ρ χαζεύω (κοιτάζω)
utbygging en
ουσ επέκταση, διεύρυνση
følelse en
ουσ αίσθημα, εκτίμηση
i første halvdel
ουσ το πρώτο μισό
døpe
ρ βαφτίζω
biskop en
ουσ επίσκοπος
lede
ρ διευθύνω, είμαι επικεφαλής
romersk-katolske kirken
ουσ ρωμαιοκαθολική εκκλησία
slå hardt ned på
ρ κατατροπώνω, ορμώ, επιτίθεμαι, τιμωρώ
vold en
ουσ βία
tvang en
ουσ εξαναγκασμός, επιβολή, υποχρέωση
kristning en
ουσ εκχριστιανισμός
rømme / flykte
ρ λιποτακτώ, δραπετεύω, ξεφεύγω
nyordning en
ουσ νέο καθεστώς
slag et
ουσ μάχη, χτύπημα, χαστούκι, δυνατό χτύπημα
i all hemmelighet
εκφ στα κρυφά, χωρίς να γίνει γνωστό
hemmelighet en
ουσ μυστικό
ved graven
επιρ στον τάφο
lik et
ουσ λείψανο, πτώμα
det ser ut som om
εκφ φαίνεται σαν να
like hel
ουσ σε ένα κομμάτι, ολόκληρο
plassere
ρ τοποθετώ
kiste en
ουσ φέρετρο, σεντούκι
bli gjort til helgen / bli helgen
εκφ αγιοποιούμαι
helg / sankt en
ουσ άγιος
pilegrim en
ουσ προσκυνητής
olsok en
ουσ γιορτή του Αγίου Ούλαβ
kristne
ρ εκχριστιανίζω
oppover
επιρ κατά μήκος, προς τα πάνω
dal en
ουσ κοιλάδα
by / påtvinge / pålegge
ρ προσφέρω // επιβάλλω
slå i stykker
ρ διαλύω, χωρίζω
bære (bar, båret)
ρ κουβαλώ, μεταφέρω
hov et
ουσ ειδωλολατρικό σπίτι θεών
skrike (skrek)
ρ ξεφωνίζω, ουρλιάζω
ha mot til / tore / våge
ρ τολμώ
mot et
ουσ θάρρος, γενναιότητα
modig / uredd
επιθ θαρραλέος, γενναίος, ατρόμητος
levende
επιθ ζωντανός
derfra
επιρ απο εκεί
ta imot / akseptere /godta
ρ δέχομαι, καλωσορίζω
rive ned / ødelegge / demontere
ρ καταστρέφω
himmel en
ουσ ουρανός, παράδεισος
gull et
ουσ χρυσός
sølv et
ουσ ασήμι, άργυρος
pynte / utsmykke
ρ στολίζω
lyse lang vei / skinne på lang avstand
ρ φωτίζω από μακριά
blind
επιθ τυφλός
døv
επιθ κωφός
seg selv / seg sjøl
αντ τον εαυτό του
fell over ende
εκφ πέφτω κάτω
ut fra
εκφ μέσα από, κρίνοντας από
argumentasjon en
ουσ επιχείρημα
finne sted / foregå / hende (hendelse : simvan)
εκφ λαμβάνω χώρα, συμβαίνω, διαδραματίζομαι
ende en
ουσ άκρη, κώλος
klubbe ei
ουσ ρόπαλο
gå i stykker / bli ødelagt
ρ διαλύομαι, καταστρέφομαι
mengde en /kvantitet
ουσ ποσότητα, πλήθος, μάζα
mus (-mus) en
ουσ ποντίκι, ποντικός
rotte en
ουσ αρουραίος
katt en
ουσ γάτα
makte / klare
ρ καταφέρνω, κατορθώνω
lide
ρ πάσχω, υποφέρω
skade en
ουσ ζημιά, καταστροφή, πληγή
ha lidd store skade (lide, led)
εκφ έχω υποστεί μεγάλη ζημιά
tale en
ουσ λόγος (το να βγάζω λόγο)
nasjonasang en
ουσ εθνικός ύμνος
tros alt
επιρ εξάλλου
på dagen / med en gang
εκφ με τη μία, απευθείας, κατευθείαν
husmannsplass en
ουσ παλιό σπίτι για εργάτες
løsarbeider en
ουσ άνθρωπος για θελήματα
slaveri et
ουσ σκλαβιά, δουλεία, ειλωτεία
influensa en
ουσ γρίπη
forkjølelse en
ουσ κρύωμα, κρυολόγημα, συνάχι
monarki et
ουσ μοναρχία
dronning en
ουσ βασίλισσα
skyve grenser
εκφ ξεπερνώ τα όρια
polemikk et
ουσ διένεξη, αντιλογία, αντιπαράθεση
til minnet om
εκφ εις ανάμνηση του
flagge (et flagg)
ρ σημαιοφορώ, σημαιοστολίζω, κουνώ τη σημαία
oppdage
ρ ανακαλύπτω
sydpolen
ουσ ο νότιος πόλος
deriblant / inklusive
επιρ συμπεριλαμβανομένων των
kjempe (en)
ρ / ουσ μάχομαι, πολεμώ, αγωνίζομαι (γίγαντας)
være stolt av
εκφ είμαι περήφανος για
feire / holde fest for
ρ γιορτάζω, εορτάζω
ivrig
επιθ μανιώδης, ένθερμος, παθιασμένος, φλογερός
feiring en
ουσ εορτασμός, γιορτή
mislike
ρ αντιπαθώ, αποδοκιμάζω
markering / signalisering / poengtering en
ουσ σηματοδότηση, σήμανση
initiativ et
ουσ πρωτοβουλία
offisielle
επιθ επίσημος
roman en
ουσ μυθιστόρημα
landsbygda
ουσ ζωή στην ύπαιθρο / στη χώρα
arte seg / ta form
ρ σχηματίζομαι
opprinnelse en
ουσ καταγωγή, προέλευση
egenverdi en
ουσ αυταξία
ideal et
ουσ ιδεώδες, ιδανικό
innebære (r, bar, båret)
ρ σημαίνει
splitte
ρ σπάω, σκίζω, διασπώ, διχάζω
en helt annen måte
εκφ ένας τελείως διαφορετικός τρόπος
maler en (kunstmaler)
ουσ ζωγράφος, ελαιοχρωματιστής
motiv et (er)
ουσ κίνητρο, αντικείμενο αναπαράστασης, παρακίνηση, έμπνευση
inspirasjonskilde en
ουσ πηγή έμπνευσης
identitet /selvbilde et
ουσ ταυτότητα
samle inn /innsamle
ρ συγκεντρώνω
innsamler en
ουσ συλλέκτης, αυτός που συμαζεύει συγκεντρώνει
særegenhet en / særtrekk et /spesielt trekk et
ουσ χαρακτηριστικό γνώρισμα, ιδιαιτερότητα
i hovedsak / for det meste
εκφ σε γενικές γραμμές, ως επί το πλείστον
uttrykksmåte en
ουσ τρόπος έκφρασης
rektor en
ουσ διευθυντής (σχολείου)
finne sted / foregå / hende (hendelse : simvan) / gå for seg
εκφ λαμβάνω χώρα, συμβαίνω, διαδραματίζομαι
bøyningsform en
ουσ κλιτός τύπος, μορφή
stavemåte en
ουσ ορθογραφία
vokabular et
ουσ λεξιλόγιο
talespråk et
ουσ ομιλούμενη γλώσσα
skriftspråk et
ουσ γραπτή γλώσσα
dannet (dannede) / kultivert /veloppdragen / utdannet
επιθ καλλιεργημένος, μορφωμένος, εξευγενισμένος
fellestrekk et
ουσ κοινό χαρακτηριστικό, κοινό σημείο
gå til fots / spasere
ρ πεζοπορώ, πηγαίνω με τα πόδια, βαδίζω
grunnlag et
ουσ βάση, αφετηρία
nærme seg
ρ πλησιάζω, σιμώνω, προσεγγίζω
markert nedgang en
ουσ σημαντική μείωση, πτώση
hovedmål et
ουσ κύρια γλώσσα
helt en
ουσ ήρωας
ekte
επιρ ειλικρινά, πραγματικά, αληθινά
uforanderlig
επιθ αμετάβλητος, αιώνιος, παντοτινός
borgerskap et / middelklassen
ουσ μεσαία τάξη, μεσοαστός
friluftsliv /utendørs
ουσ ζωή στην ύπαιθρο
rekreasjon en
ουσ αναψυχή, διασκέδαση
dukke opp (dukke: voutw)
ρ αναδύομαι, εμφανίζομαι, ξεπροβάλλω
skiklubb en
ουσ λέσχη σκι
vitenskapsmann en
ουσ επιστήμονας
tilbakeveie en
ουσ δρόμος της επιστροφής
umiddelbart
επιρ αμέσως, ευθύς, πολύ γρήγορα
trekke
ρ τραβώ
nå (nådde)
ρ φτάνω, καταλήγω, πηγαίνω από το ένα μέρος στο άλλο
telt et
ουσ σκηνή, αντίσκηνο, πανί
idrett en
ουσ άθλημα, αθλοπαιδιές, σπορ, άθληση
tåle / klare / greie
ρ αντέχω, υποφέρω, τα καταφέρνω
mannskap på tolv
εκφ πλήρωμα 12 ανδρών
kjelke en
ουσ είδος έλκηθρου
kajakk en
ουσ καγιάκ
kulde en
ουσ κρύο, ψύχος
matmangel
ουσ έλλειψη τροφής
livsfare en
ουσ κίνδυνος θανάτου
sette beina på fast jord
εκφ πατάω τα πόδια μου στην ξηρά
slåsskamp en
ουσ αγώνας, καβγάς, μάχη
sensommer en
ουσ τέλη καλοκαιριού
renne
ρ κυλώ, ρέω, χύνομαι, τρέχω
ferskvann et
ουσ φρέσκο νερό
med frisk mot / med ny optimisme
εκφ με ακμαίο ηθικό, με καινούρια αισιοδοξία
løs
επιθ λάσκος, ασταθής, ελεύθερος, λασκαρισμένος
grave
ρ σκάβω, σκαλίζω
slappe taket
εκφ τελειώνω, λήγω (ο χειμώνας τελείωσε)
tilfeldig / ved en tilfeldighet
επιρ συμπτωματικά, τυχαία, ασχεδίαστα
få bli med
εκφ μένω παραμένω
popularitet en
ουσ δημοσιότητα, φήμη
motsetning en
ουσ αντίθεση
opposisjon en
ουσ αντιπολίτευση, ανταγωνισμός, αντιπαλότητα
ytterligere / enda mer
επιρ επιπλέον, ακόμη περισσότερο
forløper en
ουσ πρόδρομος, προκάτοχος
engasjert i å
εκφ αφοσιωμένος, ταγμένος στο να
fredspris en
ουσ βραβείο, νόμπελ ειρήνης
hjemløs en
ουσ άστεγος
sultrammet (mmede) (rammet : thima)
επιθ άσιτος, πεινασμένος
underernæring en
ουσ υποσιτισμός, κακή διατροφή
sult en
ουσ πείνα
etterspørsel (en) etter
ουσ ζήτηση, ανάγκη
klasseskille et
ουσ ταξικός διαχωρισμός
skille en
ουσ χωρίστρα (στα μαλλιά)
samfunnsklasse en
ουσ κοινωνική τάξη
sorenskriver / dommer en
ουσ δικαστής, δικαστικός
offiser en
ουσ αξιωματικός
flukt en
ουσ απόδραση, δραπέτευση, φυγή
overfødig / unyttig en
ουσ μάταιος, αναποτελεσματικός, άσκοπος, επιπρόσθετος, αχρείαστος, ανώφελος
boforhold et
ουσ συνθήκη διαβίωσης
elendig
επιθ άθλιος, αξιοθρήνητος, απαίσιος
strømme
ρ συρρέω, κινούμαι μαζικά, συγκεντρώνομαι
alminnelig / generell
επιτ γενικός, καθολικός
revolusjonær
επιθ επαναστατικός
engstelig
επιθ προβληματισμένος, ανήσυχος
dømme
ρ καταδικάζω
fengsle
ρ φυλακίζω
slippe ut
ρ βγαίνω έξω, αποφυλακίζομαι
analfabet en
ουσ αναφάλβητος
anledning en
ουσ ευκαιρία, πιθανότητα
tvungen / obligaturisk /nødvendig
επιθ υποχρεωτικός, αναγκαστικός
strømning /tendens / trend / moteriktig ide en
ουσ γενική κατεύθυνση, τροπή, τάση, ρεύμα
satsningsområde et
ουσ προτεραιότητα
fagforbund et
ουσ εργατικό σωματείο
sistnevnte
επιθ αυτό που αναφέρθηκε τελευταίο
innfri / oppfylle
ρ εκπληρώνω
strid en
ουσ διένεξη, σύγκρουση, διαμάχη
fløy en
ουσ πολιτική πτέρυγα
velger en / stemmeberettiget
ουσ / επιθ ψηφοφόρος, εκλογέας
oppnevne
ρ διορίζω, ορίζω
avsette
ρ εκθρονίζω, καθαιρώ, αποτάσσω
oppdrag et
ουσ αποστολή, καθήκον
få i oppdrag
εκφ αναλαμβάνω
oppløse
ρ διακόπτω, διαλύω, τελειώνω, βάζω σε τέλος
gå til krig
εκφ ξεκινώ πόλεμο
gå med på
εκφ αποδέχομαι, συναινώ, δέχομαι, συμφωνώ
folkeavstemning en
ουσ δημοψήφισμα
provosere
ρ προκαλώ, προτρέπω, υποκινώ, ενθαρρύνω
opprop et (kunngjøring )
ουσ απουσιολόγιο, προκήρυξη, διακήρυξη
framtidig
επιθ μελλοντικός
intens
επιθ εντατικός, σφοδρός, έντονος
debatt en
ουσ κουβέντα, δημόσια επίσημη κουβέντα
dobbeltmoral en
εκφ διπλά μέτρα και σταθμά, άλλα λέω κι άλλα κάνω
determinisme en
ουσ ντετερμινισμός, αιτιοκρατία
selvbiografi en
ουσ αυτοβιογραφία
samtidskunst en
ουσ σύγχρονη τέχνη
hun ser yngre ut enn han
εκφ δείχνει μικρότερή του
hun ser ut som en drømmer / hun ser drømmende ut
εκφ δείχνει σαν μια ονειροπόλα / δείχνει ονειροπόλα
han ser hyggelig ut
εκφ δείχνει καλοσυνάτος
skremmende
επιθ τρομακτικός
skremt
επιθ τρομαγμένος
intuitiv
επιθ διαισθητικός
klovn en
ουσ κλόουν
tåpelig
επιθ γελοίος, ανόητος, χαζός
avsides sted
επιθ απομονωμένο μέρος
hente fram
ρ ανακτώ
myr en
ουσ βάλτος
primærnæring en
ουσ πρωτογενής τομέας παραγωγής
sekundærnæring en
ουσ δευτερογενής τομέας παραγωγής
gi grobunn for noe
εκφ προσφέρω εύφορο έδαφος για κάτι
sette fyr
εκφ βάζω φωτιά, ανάβω φωτιά
strofe ei
ουσ στροφή ποιήματος
dugnad en
ουσ κοινή προσφορά και εθελοντική εργασία
være tillit til
εκφ έχω εμπιστοσύνη στο/ν
kjenner til noe
εκφ γνωρίζω κάτι
begge to (bestemt)
εκφ και τα/οι δύο
begge deller (ubestemt)
εκφ και τα/οι δύο
ingen av dem (bestemt)
εκφ κανείς/κανένα απ τους/τα δυο
ingen av delene (ubestemt)
εκφ κανείς/κανένα απ τους/τα δυο
iderik
επιθ γεμάτος/πλούσιος σε ιδέες
gavmild / sjenerøs
επιθ γενναιόδωρος
jeg er enig med deg i at
εκφ είμαι σύμφωνος μαζί σου στο ότι...
jeg er enig i dette
εκφ είμαι σύμφωνος σ αυτό
jeg er enig med deg om å ...
εκφ είμαι σύμφωνος μαζί σου στο να
slå på /av
ρ ανάβω/σβήνω φως
være sikker på ...
εκφ είμαι σίγουρος για ...
være sikker
εκφ είμαι σίγουρος.
ikke desto mindre
εκφ παρόλα αυτά, κι όμως, εν τούτοις, ωστόσο
turistmål et
ουσ τουριστικός προορισμός
imponerende foss en
ουσ εντυπωσιακός καταρράκτης
ingeniør en
ουσ μηχανικός
kraftverk et
ουσ υδρουλεκτρικός σταθμός
salpeter en
ουσ νιτρικό άλας
kunstgjødsel en
ουσ λίπασμα
nitrogen et
ουσ άζωτο
prøve ut
ρ αποπειρώμαι, επιχειρώ, δοκιμάζω, προσπαθώ
framgang en
ουσ επιτυχία, αύξηση, πρόοδος
fyrstikk en
ουσ σπίρτο
damp en
ουσ ατμός
svovel et
ουσ θειάφι
trygd en
ουσ ασφάλεια
beskyttelse en
ουσ προστασία, καταφύγιο
forbedring en
ουσ πρόοδος, βελτίωση, αναμόρφωση, τελειοποίηση
kopp en
ουσ κούπα
streike
ρ απεργώ
på tross av
επιρ μολονότι, παρόλο που
nederlag et / tap et / fiasko en
ουσ παταγώδης αποτυχία
bevissthet en
ουσ επίγνωση, συναίσθηση, συνειδητοποίηση
selvbevvisthet / selvsikkerhet en
ουσ αυτογνωσία / αυτοπεποίθηση
borger en
ουσ κάτοικος, πολίτης
hvorvidt
εαν, αν
om hvorvidt
επιρ ως προς το αν
enerett en
ουσ μονοπώλιο, δικαίωμα που έχει μόνο ένας
oppheve
ρ ανατρέπω, αίρω, καταργώ
arbeidsløshet en
ουσ ανεργεία
fagorganisert
ουσ συνδικαλιστής
vokse fram
ρ αναπτύσσω
fascisme en
ουσ φασισμός
nasjonalsosialisme en
ουσ εθνικός σοσιαλισμός
nøytral
επιθ ουδέτερος
svakt
επιθ απαλός, ήπιος
utrope seg / erklære seg
ρ αυτοανακηρύσσομαι
omgang / runde en
ουσ γύρος
trekke seg
ρ υποχωρώ, κάνω πίσω
undergrunnsgruppe en
ουσ υπόγεια ομάδα
motarbeide
ρ αγωνίζομαι κατά, πολεμώ ενάντια
sabotasje en
ουσ σαμποτάζ
illegal / ulovlig
επιθ παράνομος
sivil ulydighet en
ουσ απείθεια κατά της αρχής
adlyde
ρ υπακούω
makthaver en
ουσ άτομο με πολιτική εξουσία
hjul et
ουσ ρόδα, τροχός
holde i gang / holde ved like
ρ διατηρώ σε μια κατάσταστη, συντηρώ, συνεχίζω, βαστώ, κρατώ
okkupant en
ουσ κατακτητής
ammunisjon en
ουσ πυρομαχικά, πολεμοφόδια
øvelse en
ουσ άσκηση, εξάσκηση, προπόνηση
kapitulere / overgi seg
ρ παραδίνομαι, υποχωρώ, συνθηκολογώ
gå ut over / ramme / skade
ρ πλήττω, χτυπώ
soldat en
ουσ στρατιώτης, φαντάρος
slepe (-te)
ρ σέρνω, ρυμουλκώ, τραβώ
barbere
ρ ξυρίζω
kledd naken
ουσ ολόγυμνος
forbipasserende
επιθ περαστικός
gjøre opp (oppgjør et)
ρ τακτοποιώ, ρυθμίζω, διευθετώ
henrette (-else)
ρ /ουσ εκτελώ, θανατώνω
hevnaksjon en
ουσ εκδικητική πράξη
sprenge
ρ καταστρέφω, σπάζω
arrestere
ρ συλλαμβάνω
brenne
ρ καίω
spontant
επιρ αυθόρμητα
kort tid etter
εκφ λίγο καιρό (σύντομο χρονικό διάστημα) αργότερα
offentliggjøre
ρ αποκαλύπτω, κοινοποιώ, δημοσιοποιώ
hamre
ρ χτυπώ με σφυρί
hugge
ρ κόβω, χτυπώ
tusener en
ουσ χιλιάδες
steil
επιθ ανένδοτος, ασυμβίβαστος
kamerat en
ουσ σύντροφος, που ανήκει στην ίδια ομάδα
kue
ρ εκφοβίζω, υποτάσσω, κυβερνώ καταπιεστικά
utrydde
ρ εξαφανίζω, εξολοθρεύω
leir en
ουσ στρατόπεδο
utryddelsesleir en
ουσ στρατόπεδο συγκέντρωσης/εξολόθρευσης
utvikle seg fra... til...
εκφ εξελίσσομαι απο ... σε...
samhold et
ουσ αρμονία, ομόνοια
rasjonering en
ουσ δελτίο (π.χ για φαγητό), κουπόνι
boks en
ουσ κουτί, πακέτο
gjest en
ουσ επισκέπτης
gjette
ρ μαντεύω
noen ha godt av det
εκφ είναι καλό για κάποιον
har det ikke så fett
εκφ δεν είμαστε τόσο χάλια, δεν μας λείπει τίποτα
rimelig
επιθ μετρημένος, οικονομικός, συνετός
drabantby en
ουσ προάστιο
problemfri
επιθ χωρίς προβλήματα
tvilsom
επιθ αμφίβολος, αβέβαιος
se fram til/ glede seg til
ρ προσδοκώ, αναμένω
stå sammen om
ρ παλεύουμε μαζί για κάτι
tro på
ρ πιστεύω σε
drømme om
ρ ονειρεύομαι
unntatt / bortsett fra
επιθ/επιρ εξαιρουμένου, εκτός από, εκτός, πλην, με εξαίρεση
kompromiss (-er) et
ουσ συμβιβασμός
vennlig
επιθ φιλικός
gjenreise
ρ ανοικοδομώ
velferd en
ουσ ευδαιμονία, ευημερία
fordeling en
ουσ διανομή, κατανομή
trygdeordning en
ουσ σύστημα κοινωνικής ασφάλισης
enstemmig
επιθ ομόφωνος
minstepensjon en
ουσ ελάχιστη σύνταξη
stille
ρ υποβάλλω, ζητώ
økt materiell velstand
εκφ βελτίωση της υλικής ευημερίας
lik
επιθ ίσος, παρόμοιος
statseid
επιθ κρατικός, που ανήκει στο κράτος
aksjeselskap et
ουσ εταιρεία περιορισμένης ευθύνης
børs en
ουσ χρηματιστήριο
være på flyttefot
εκφ μεταναστεύω, βρίσκομαι σε μεταναστευτική φάση
Europarådet
Συμβούλιο της Ευρώπης
mobilitet en
ουσ κινητικότητα
delt andreplass
κοινή δεύτερη θέση
bo spredt
εκφ μένω διάσπαρτα, αραιοκατοικημένα
distrikt et
ουσ περιφέρεια
videreutdanning en
ουσ μετέπειτα εκπαίδευση
flytte inn til
ρ μετακομίζω
avbryte
ρ διακόπτω, σταματώ
si farvel
εκφ λέω αντίο
holde på / være i ferd med
εκφ συνεχίζω, διατηρώ, κρατώ
jevne ut
ρ εξισορροπώ, σταθεροποιώ, εξισώνω
rasjonell
επιθ λογικός
urban
επιθ εκλεπτυσμένος, αστικός
pakke sammen
ρ ετοιμάζω αποσκευές, συσκευάζω
ha tilgang på
εκφ έχω πρόσβαση σε
aluminium en/ et
ουσ αλουμίνιο
produsent en
ουσ παραγωγός
vassdrag et
ουσ κοίτη
regulere
ρ τακτοποιώ, ρυθμίζω, ελέγχω, περιορίζω
knapt / neppe
επιρ σχεδόν καθόλου, μόλις και μετά βίας
bli satt i gang
ρ να τεθεί σε κίνηση
naturvern et
ουσ προστασία της φύσης
oppdrettsanlegg et
ουσ ιχθυοκαλλιέργεια
bearbeide
ρ κατεργάζομαι, επεξεργάζομαι
inntektskilde en
ουσ πηγή εισοδήματος
virksomhet en
ουσ επιχείρηση, δραστηριότητα
næringsvirksomhet en
ουσ επιχειρηματική δραστηριότητα
alt i alt
εκφ τελικά, συνολικά
råvare en
ουσ πρώτη ύλη
naboland et
ουσ γειτονική χώρα
anstendig
επιθ ευπρεπής, ικανοποιητικός
norm en
ουσ μέτρο, νόρμα
netto
επιθ καθαρό κέρδος
medregnet
επιθ υπολογισμένος, συμπεριλαμβανόμενος
statens pensjonsfond-utland / oljefond et
ουσ Νορβηγικό ταμείο πετρελαίου
skifte /forandre mening
εκφ αλλάζω γνώμη
finansobjekt
επιθ αντικείμενο οικονομίας
aksje en
ουσ μετοχή
obligasjon en
ουσ οφειλή, χρέος
hensikt / intensjon en
ουσ πρόθεση, σκοπός, σχέδιο
glede en
ουσ ευχαρίστηση, χαρά
være over
ρ τελειώνω
stå på
εκφ στέκομαι (στα πόδια μου)
tertiærnæring en
ουσ τριτογενής τομέας (υπηρεσίες)
tjenesteytende næring
ουσ βιομηχανία υπηρεσιών, τομέας υπηρεσιών
timebetaling en
ουσ ωρομίσθιο
kommunikasjonsteknologi en
ουσ τεχνολογία επικοινωνιών
programvareutvikling en
ουσ ανάπτυξη λογισμικού
egalitær
επιθ ίσος
til sammen
επιρ όλα μαζί, σε σύνολο, συνολικά
bedrift en
ουσ επιχείρηση, εταιρεία
velferdsstaten
ουσ το κράτος πρόνοιας
kollektiv
επιθ συλλογικός
moderat
επιθ μέτριος, μετριοπαθής, μετρημένος
lønnsavtale en
ουσ συμφωνία για το πόσο μισθό παίρνει ο εργαζόμενος
arbeidsgiver en
ουσ εργοδότης
arbeidstaker en
ουσ εργαζόμενος
drastisk
επιθ δραστικός
så lenge
επιρ για όσο διάστημα
bot /pengestraff en
ουσ πρόστιμο, ποινή
intensivere
ρ εντείνω
være alt i gang
εκφ ξεκινώ
rett som det er/ fra tid til annen / av og til / noen ganger
εκφ πότε πότε, περιστασιακά, που και που, κάθε τόσο, κατά διαστήματα
skrike etter
εκφ έχω τεράστια ανάγκη για
tilsi
εκφ παρουσιάζω κάτι ως, φαίνεται ως,
fronte
ρ αντιμετωπίζω, πολεμώ για κάτι, στέκομαι μπροστά για κάτι
klippe snor(er)
εκφ κόβω κορδέλα στα εγκαίνια
undervurdere / bagatellisere
ρ υποτιμώ, υποβαθμίζω
ha inntrykk av at
εκφ έχω την εντύπωση ότι
kongelig
επιθ έξοχος, εξοχότατος, βασιλικός
krangling en
ουσ λογομαχία, διαφωνία, διχόνοια
ukeblad et
ουσ εβδομαδιαίο περιοδικό
virke
ρ φαίνομαι, δίνω την εντύπωση, δείχνω
statsoverhode (-er) et
ουσ αρχηγός κράτους
motsetning /kontrast en
ουσ αντίθεση
bli holdt en folkeavstemning
εκφ δίνεται δημοψήφισμα
oppslutning en (om)
ουσ συναίνεση, συγκατάθεση, επιδοκιμασία
gå opp og ned
εκφ ανεβοκατεβαίνω
samlende
επιθ ενωτικός
kontinuitet en /uavbrutt sammenheng
ουσ αδιάκοπη συνέχεια, συνέχεια
skiftende / foranderlige
επιθ ευμετάβλητος, μεταβλητός, άστατος
heve / løfte
ρ ανυψώνω, ανεβάζω
krangel / trette en
ουσ καβγάς, διαμάχη, τσακωμός
funksjon en
ουσ λειτουργία
folkelig
επιθ λαϊκός, ανεπίσημος
la bilen stå
εκφ αφήνω το αμάξι παρκαρισμένο
bryllup et
ουσ γάμος, γαμήλια τελετή
begeistring en
ουσ συγκίνηση, ενθουσιασμός
vinke
ρ νεύω, χαιρετώ, γνέφω
nåvarende
επιθ νυν, τρέχων, τωρινός
ryktene gå om (at)
εκφ οι φήμες διαδίδουν πως
rykte et (-er)
ουσ φήμη, υπόληψη, όνομα
sladder en
ουσ κουτσομπολιό
omgangskrets en
ουσ κύκλος, παρέα
arvelig / hereditær
επιθ γενετικός, κληρονομικός
regjere
ρ βασιλεύω, κυβερνώ, εξουσιάζω, άρχω
opprinnelig
επιθ αρχικός, πρωταρχικός
kommende
επιθ μελλοντικός, ερχόμενος, προσεχής
i utgangspunktet / som basis/ som fundament
εκφ στην πρώτη θέση, ως θεμέλιο
valg et
ουσ εκλογές, ψηφοφορία, εκλογή
partimedlem (-er)
ουσ μέλος του κόμματος
være født inn i et parti
εκφ γεννιέμαι σε ένα κόμμα, ψηφίζω βάσει της κοινωνικής μου τάξης
langt på vei /i stor grad
εκφ σε μεγάλο βαθμό
lage aksjoner
εκφ δημιουργώ δράσεις
oppmerksomhet en
ουσ προσοχή, προσήλωση
noen få oppmerksomhet i
εκφ η προσοχή κάποιου ελκύεται από, στρέφεται σε
betraktelig
επιθ σημαντικός
dagsorden / agenda / aktuell plan en
ουσ ημερήσια διάταξη, πρόγραμμα, σχέδιο, πλάνο
vekke
ρ διεγείρω, προκαλώ, ξυπνώ
opplysning en
ουσ πληροφορία,
være bundet til
εκφ δεσμεύομαι, είμαι δεσμευμένος
rederiforbundet
ουσ συνδικάτο των πλοιοκτητών
dersom /hvorvidt
επιρ αν, εάν
statsminister en
ουσ πρωθυπουργός
fordele
ρ μοιράζω, διανέμω
statsbudsjett et
ουσ κρατικός προυπολογισμός
utforme
ρ εξελίσσομαι, μορφοποιώ
legge fram
ρ προωθώ
det er så opp til noen
εκφ είναι λοιπόν στο χέρι του ταδε
kaste regjeringen
ρ εκθρονίζω την κυβέρνηση
regjeringsskifte et
ουσ αλλαγή κυβέρνησης
midt i en stortingsperiode
εκφ στο μέσο μιας κοινοβουλευτικής περιόδου
storting et
ουσ Νορβηγική Βουλή
gå av
ρ εξέρχομαι, παραιτούμαι
begrense
ρ οριοθετώ, περιορίζω
standpunkt /synspunkt et /mening en
ουσ οπτική γωνία, άποψη, γνώμη, σκοπιά
sentrumspartier
ουσ κεντρικά κόμματα
konservativ
επιθ συντηρητικός
de lengst til venstre
επιρ τα πολύ αριστερά, τα αριστερότερα (κόμματα)
betegnelse en
ουσ χαρακτηρισμός, ονομασία, όνομα
sikte
ρ στοχεύω, σκοπεύω
borgerlige partier
εκφ πολιτικά κόμματα (χρησιμοποιείται για τα δεξιά)
utsagn et /uttalelse
ουσ δήλωση, ομολογία, διακήρυξη
skrive under på
εκφ συμφωνώ με
grunnholdning /ideologisk basis
ουσ βασική θέση, ιδεολογική βάση
aktør / deltaker en
ουσ συμμετέχων
skillelinje en
ουσ όριο, χώρισμα, διαίρεση
effektivisere
ρ γίνομαι πιο αποδοτικός, βελτιστοποιώ
sosial status en
ουσ θέση, κοινωνική θέση
firma (-er) et
ουσ επιχείρηση, εταιρεία
muligens /kanskje
επιρ ίσως, ενδεχομένως, πιθανά
framfor
επιρ παρά, εκ των προτέρων
delegere (overføre makt)
ρ εξουσιοδοτώ, αναθέτω
smitte / overføre
ρ κολλώ, μολύνω, (ασθένεια) μεταδίδω, μεταφέρω, μεταβιβάζω
by / påtvinge / pålegge
ρ προσφέρω // επιβάλλω
standard en / nivå (-er) et
ουσ επίπεδο, βάση, πρότυπο
prioritere
ρ δινω προτεραιότητα
innfri / oppfylle/ tilfredstille
ρ εκπληρώνω, ικανοποιώ
kommunestyre /bystyre et
ουσ δημοτικό συμβούλιο
fylkesting en
ουσ νομαρχιακό συμβούλιο
avvike/variere
ρ παρεκκλίνω, ποικίλλω
på landsbasis
ουσ σε εθνικό επίπεδο
motpart en
ουσ αντίπαλος, ανταγωνιστής
bygdelist en
ουσ λίστα ονομάτων του χωριού (ψηφοδέλτιο)
lokal kampsak en
ουσ τοπική υπόθεση
krysse av
ρ τσεκάρω
føre opp
ρ ενθέτω, γράφω, δηλώνω
bydel en
ουσ περιοχή
kandidat en
ουσ υποψήφιος
stemmeseddel en (seddel : shmeiwma)
ουσ ψηφοδέλτιο
seddel / lapp en
ουσ σημείωμα
nominere
ρ προτείνω (για υποψήφιους)
nominert
επιθ υποψήφιος (προτεινόμενος)
mangfold et /variasjon en
ουσ ποικιλία, ποικιλομορφία
homofil en
επιθ ομοφυλόφιλος
innvandrerbakgrunn en
ουσ αλλοδαπός, με ρίζες, προέλευση, καταγωγή από άλλη χώρα
innvelge /velge inn
ουσ επιλέγω, διαλέγω
minoritetsbakgrunn en
ουσ με μεινοτικά στοιχεία
brudd på loven
εκφ παράβαση του νόμου
straffbar
επιθ αξιόποινος, παράνομος
samliv et
ουσ συγκατοίκηση
inntil
επιρ ως, μέχρι, έως (και)
en sovende lov
εκφ ένας αδρανής νόμος
avskaffe
ρ καταργώ
sette rammene
εκφ κανονίζω το πλαίσιο
forbrydelse en
ουσ έγκλημα, εγκληματική ενέργεια
dødstraff en
ουσ θανατική ποινή
blasfemi en
ουσ βλασφήμια
forvaring en
ουσ κράτηση
meddommer en
ουσ σώμα ενόρκων, ένορκοι
tiltalt / anklaget
επιθ κατηγορούμενος
skyld en
ουσ ένοχος, ενοχή, σφάλμα, φταίξιμο
skyldig
επιθ ένοχος
involverte / innblandet
επιθ εμπλεκόμενος
lukke
ρ κλείνω
offentlighet en /publikum et/ allmennhet
ουσ το κοινό
tyv en
επιθ ληστής, κλέφτης
naske
ρ κλέβω
ende opp
ρ καταλήγω
få gjøre opp for seg ved å
εκφ διορθώνω μια κακή πράξη που έκανα με το να
bli tatt på fersken
εκφ πιάνομαι στα πράσσα, πιανομαι επ αυτοφώρω
rettslig
επιθ δικαστικός
forfølgelse en
ουσ δίωξη, καταδίωξη
komme overens med / komme ut av det / passe sammen
εκφ ταιριάζω, συνδέομαι, συνυπάρχω αρμονικά
tagge
ρ κάνω γκράφιτι
tagger en
ουσ αυτός που κάνει γκράφιτι
konfliktrådet
ουσ Κρατικό συμβούλιο επίλυσης συγκρούσεων, προστριβών
sone / unngjelde
ρ τιμωρούμαι, πληρώνω για κάτι που έκανα
kjøretøy et
ουσ όχημα
siffer (sifre) et
ουσ ψηφίο
beløp et
ουσ χρηματικό ποσό
legge på seg
ρ παίρνω κιλά
være voksent gjort
εκφ είναι ώριμα καμωμένο
tilskudd et
ουσ συνεισφορά
være kløpper til å gjøre noe
εκφ το να είμαι ταλαντούχος, άριστος, τρομερός στο να κάνω κάτι
stemme blankt
εκφ ψηφίζω λευκό
vekke stor begeistring
εκφ προκαλώ μεγάλο ενθουσιασμό
quisling / landssviker en
ουσ δοσίλογος, δωσίλογος, προδότης