• Shuffle
    Toggle On
    Toggle Off
  • Alphabetize
    Toggle On
    Toggle Off
  • Front First
    Toggle On
    Toggle Off
  • Both Sides
    Toggle On
    Toggle Off
  • Read
    Toggle On
    Toggle Off
Reading...
Front

Card Range To Study

through

image

Play button

image

Play button

image

Progress

1/2272

Click to flip

Use LEFT and RIGHT arrow keys to navigate between flashcards;

Use UP and DOWN arrow keys to flip the card;

H to show hint;

A reads text to speech;

2272 Cards in this Set

  • Front
  • Back
ἔκρηγμα (ἐκ; ῥήγνυμι)
rupture
ἐκρήγνυμι (ἐκ; ῥήγνυμι)
to break off
ἐκριζωτής (ἐκ; ῥίζα)
destroyer
ἔκρυσις (ἐκ; ῥέω)
drain
ἐκσαρκίζομαι (ἐκ; σάρξ)
to strip the flesh off
ἐκσιφωνίζομαι (ἐκ; σίφων)
to be exhausted
ἐκσοβέω (ἐκ; "σοῦ; σοῦ")
to scare away
ἐκσπερματίζω (ἐκ; σπείρω)
to conceive
ἐκσπονδυλίζομαι (ἐκ; σφόνδυλος)
to break the back
ἐκστρατεύω (ἐκ; στρατιά)
to march out
ἐκσυρίζω (ἐκ; συρίζω)
to hiss
ἐκτίκτω (ἐκ; τίκτω)
to bring forth
ἐκτιναγμός (ἐκ; τείνω)
shaking
ἐκτίνω (ἐκ; τίνω)
to pay
ἐκτομίας (ἐκ; τέμνω)
castrated
ἐκτοπίζω (ἐκ; τόπος)
to remove oneself; go abroad
ἐκτρέπω (ἐκ; τρέπω)
to turn; change; wander
ἐκτριβή (ἐκ; τρίβος)
destruction
ἔκτριψις (ἐκ; τρίβω)
destruction
ἐκτρυγάω (ἐκ; τρύγη)
to gather in
ἐκτρώγω (ἐκ; τρώγω)
to devour
ἐκτύπωσις (ἐκ; τύπος)
forming in relief
ἐκφαυλίζω (ἐκ; φαῦλος)
to disparage
ἐκφλέγω (ἐκ; φλόξ)
to be set on fire
ἐκφυγή (ἐκ; φεύγω)
escape
ἐκφύρω (ἐκ; φύρω)
to defile
ἐκχολάω (ἐκ; χολή)
to be angry
ἐκχύσις (ἐκ; χέω)
overflowing
ἐλάϊνος (ἐλαία)
of olives; of olive-wood
ἐλαιολογέω (ἐλαία; λέγω)
to pick olives
ἔλασμα (ἐλατός)
beaten metal plate
ἐλάτινος (ἐλάτη)
made of fir; pine
ἐλευστέον (ἔρχομαι)
one must come
ἕλιξ (εἴλω)
choice branch
ἐλλείπω (ἐν; λείπω)
to leave behind; desert; forsake
ἑλληνικός (Ἑλλάς)
hellenic; Greek
Ἑλληνίς (Ἑλλάς)
Greek (f)
ελμωνι
(Heb.)
ἐμβιβάζω (ἐν; βαίνω)
to set on; to put aboard
ἐμβολή (ἐν; βάλλω)
putting in
ἐμβριμάομαι (ἐν; βρίμη)
to rebuke; to speak harshly
ἐμβρίμημα (ἐν; βρίμη)
indignation
ἔμετος (ἐμέω)
vomiting
ἐμμανής (ἐν; μαίνομαι)
frantic; raving
ἐμμελέτημα (ἐν; μέλω)
product
ἐμμολύνομαι (ἐν; μολύνω)
to be polluted by
ἐμπαίκτης (ἐν; παῖς)
mocker
ἐμπαραγίνομαι (ἐν; παρά; γίνομαι)
to come in on
ἐμπειρέω (ἐν; πεῖρα)
to be experienced with
ἐμπειρία (ἐν; πεῖρα)
experience
ἐμπηδάω (ἐν; πηδάω)
to leap into
ἐμπληθύνομαι (ἐν; πίμπλημι)
to be filled with
ἔμπνευσις (ἐν; πνέω)
breathing upon
ἐμποδοστατέω (ἐν; πούς)
to strike down; bring low
ἐμποδοστάτης (ἐν; πούς)
troubler
ἐμπολάω (ἐν; πολάω)
to do business
ἔμπονος
vehement
ἐμπορπάω (ἐν; πείρω)
to fasten; buckle
ἐμπορπόομαι (ἐν; πείρω)
to wear; be clad with
ἔμπτυσμα (ἐν; πτύω)
spitting
ἐμπυριστής (ἐν; πῦρ)
one who sets on fire
ἐμφανισμός (ἐν; φαίνω)
known; manifest
ἔμφασις (ἐν; φημί)
outward appearance
ἐμφέρω (ἐν; φέρω)
to bring in; rush in
ἔμφοβος (ἐν; φόβος)
afraid
ἐμφραγμός (ἐν; φράσσω)
stopping up
ἔμφυτος (ἐν; φύω)
implanted
ἐναγκάλισμα (ἐν; ἀγκαλή)
embrace; that which embraces
ἐναγωνίζομαι (ἐν; ἀγών)
to struggle; fight
ἐναθλέω (ἐν; ἆθλον)
to bravely struggle
ἐναλλαγή (ἐν; ἄλλος)
disorder
ἐναλλάξ (ἐν; ἄλλος)
crossways
ἐναπερείδομαι (ἐν; ἀπό; ἐρείδω)
to turn upon; vent upon
ἐναποσφραγίζω (ἐν; ἀπό; σφραγίς)
to impress on
ἐνάρετος (ἐν; ἀρέσκω)
virtuous; exceptional
ἐναρίθμιος (ἐν; ἀριθμός)
totalling; comprising the number
ἐνατενίζω (ἐν; τείνω)
to look intently on
ἐναφίημι (ἐν; ἀπό; ἵημι)
to discharge
ἐνδείκτης (ἐν; δείκνυμι)
informer; complainer
ἐνδελεχέω (ἐνδελεχής)
to continue
ἐνδεχομένως (ἐν; δέχομαι)
with one’s best effort
ἐνδιατρίβω (ἐν; διά; τρίβος)
to linger on
ἐνδογενής (ἐν; γίνομαι)
born in the house
ἐνειλέω (ἐν; εἴλω)
to wrap in
ἐνείρω (ἐν; εἴρω)
to thread; string on
ἐνενηκονταετής (ἐννέα; ἔτος)
ninety years old
ἐνεργάζομαι (ἐν; ἔργον)
to produce in
ἐνεργός (ἐν; ἔργον)
working
ἐνευφραίνομαι (ἐν; εὖ; φρήν)
to rejoice
ἐνῆλιξ (ἐν; ἧλιξ)
person in his prime
ἐνθάδε (ἔνθα)
here; to this place
ἔνθεμα (ἐν; θέμα)
ornament
ἔνθεσμος (ἐν; τίθημι)
lawful
ἐνθουσιάζω (ἐν; θεός)
to be moved by a deity
ἐνθρονίζω (ἐν; θρόνος)
to enthrone
ἐνθρύπτω (ἐν; θρύπτω)
to crumble in
ἐνίοτε (εἰμί_1; ὅτε)
sometimes
ἐννεακαίδεκα (ἐννέα; καί; δέκα)
nineteen
ἐννέμομαι (ἐν; νέμω)
to live among
ἔννευμα (ἐν; νεύω)
signal; sign
ἐννόημα (ἐν; νούς)
concept
ἔννομος (ἐν; νόμος)
lawful
ἐννοσσοποιέομαι (ἐν; νέος; ποιέω)
to make a nest for oneself
ἔννυχος (ἐν; νύξ)
in the night
ἐνοικειόομαι (ἐν; οἶκος)
to be related to
ἐνοικίζω (ἐν; οἶκος)
to house; welcome into one’s house
ἐνοράω (ἐν; ὁράω)
to see
ἐνόρκιον (ἐν; ὅρκος)
oath
ἔνορκος (ἐν; ὅρκος)
bound by an oath
ἐνόρκως (ἐν; ὅρκος)
bound by oath
ἐνσιτέομαι (ἐν; σῖτος)
to feed on
ἐνσκολιεύομαι (ἐν; σκολιός)
to twist
ἔντευξις (ἐν; τυγχάνω)
prayer; petition
ἐντιναγμός (ἐν; τινάσσω)
shaking
ἐντρεχής (ἐν; τρέχω)
skillful
ἔντριτος (ἐν; τρεῖς)
threefold
ἐντρύφημα (ἐν; τρυφή)
delight
ἐντυχία (ἐν; τυγχάνω)
petition
ἐνυπνιαστής (ἐν; ὕπνος)
dreamer
ἔνυστρον (ἐν; ἀνύω)
fourth stomach of a cow
ενφωθ
(Heb.) pendants
ἐξαγοράζω (ἐκ; ἀγορά)
to buy time; redeem
ἐξαγορία (ἐκ; ἀγορά)
heal by confessing
ἔξαιμος (ἐκ; αἷμα)
drained of blood
ἐξακονάω (ἐκ; ἄκων)
to sharpen
ἐξάλειπτρον (ἐκ; ἀλείφω)
ointment pot
ἐξαλλοιόω (ἐκ; ἄλλος)
to change
ἐξαλλοτριόομαι (ἐκ; ἄλλος)
•to be alienated
ἐξανάστασις (ἐκ; ἵστημι)
getting or springing up; resurrection
ἐξαπατάω (ἐκ; ἀπάτη)
to deceive
ἐξαπόλλυμι (ἐκ; ἀπό; ὄλλυμι)
to perish completely
ἐξαπορέομαι (ἐκ; ἀπό; πορεύομαι)
to be in distress
ἐξαποστολή (ἐκ; ἀπό; στέλλω)
sending away
ἔξαρθρος (ἐκ; ἄρθρον)
dislocated
ἐξαρθρόω (ἐκ; ἄρθρον)
to dislocate
ἐξαρκέω (ἐκ; ἀρκέω)
to suffice
ἐξαρνέομαι (ἐκ; ἀρνέομαι)
to deny completely
ἐξαρπάζω (ἐκ; ἁρπάζω)
to snatch away; rescue
ἐξαρτάω (ἐκ; ἀρτάω)
to hang on; attach to
ἐξατιμόομαι (α; ἐκ)
to be completely dishonored
ἐξαφίημι (ἐκ; ἀπό; ἵημι)
to set free
ἐξέγερσις (ἐκ; ἐγείρω)
awakening
ἐξειλέω (ἐκ; εἴλω)
•to take out; remove; choose
ἐξέλευσίς (ἐκ; ἔρχομαι)
going out
ἐξελίσσω (ἐκ; εἴλω)
to reach to
ἐξεραυνάω (ἐκ; ἐρωτάω)
to search out; search diligently
ἐξεργαστικός (ἐκ; ἔργον)
able to accomplish
ἐξερεύνησις (ἐκ; ἐρωτάω)
investigation
ἐξέρπω (ἐκ; ἕρπω)
to produce
ἐξεταστέον (ἐκ; ἐτάζω)
one must scrutinize
ἐξευμενίζω (ἐκ; εὖ; μένος)
to propitiate
ἐξήγησις (ἐκ; ἄγω)
narrative; explanation; interpretation
ἐξημερόω (ἐκ; ἥμερος)
to soften
ἐξιππάζομαι (ἐκ; ἵππος)
to gallop away
ἐξίπταμαι (ἐκ; πέτομαι)
to fly away
ἐξισάζομαι (ἐκ; ἴσος)
to act as an equal
ἐξιχνιασμός (ἐκ; ἴχνος)
exploration; searching out
ἐξοδιάζω (ἐκ; ὁδός)
to spend
ἐξόδιος (ἐκ; ὁδός)
belonging to an exit; finale; final feast day
ἔξοικος (ἐκ; οἶκος)
homeless
ἐξοκέλλω (ἐκ; κέλλω)
to run aground; drive headlong
ἐξολέθρευμα (ἐκ; ὄλλυμι)
destruction
ἐξομοιόω (ἐκ; ὁμός)
to become or be like
ἐξοπλισία
being under arms
ἐξουδένημα (ἐκ; οὐ; εἷς)
object of scorn
ἐξουδένωμα (ἐκ; οὐ; εἷς)
scorn; contempt
ἐξοχή (ἐκ; ἔχω)
prominence
ἐξόχως (ἐκ; ἔχω)
especially
ἐξυμνέω (ἐκ; ὕμνος)
to praise
ἔξυπνος (ἐκ; ὕπνος)
awake
ἐξυπνόω (ἐκ; ὕπνος)
to awaken
ἔξωσμα (ἐκ)
banishment
ἑόρτασμα (ἑορτή)
festival; festal celebration
ἐπαγωγός (ἐπί; ἄγω)
attractive
ἐπαινεστός (ἐπί; αἶνος)
praiseworthy
ἐπακουστός (ἐπί; ἀκούω)
obeyed
ἐπακρόασις (ἐπί; ἀκροάομαι)
obedience
ἐπαλγέστερος (ἐπί; ἄλγος)
more painful
ἐπάν (ἐπί; ἄν)
when; as soon as
ἐπανακαινίζω (ἐπί; ἀνά; καινός)
to renew
ἐπανάστασις (ἐπί; ἀνά; ἵστημι)
rising up
ἐπανδρόω (ἐπί; ἀνήρ)
to act bravely; act manly
ἐπανθέω (ἐπί; ἄνθος)
to bloom
ἐπαξονέω (ἐπί; ἄγω)
to register
ἐπάρδω (ἐπί; ἄρδω)
to irrigate; refresh
ἐπαρήγω (ἐπί; ἀρήγω)
to help
ἔπαρμα (ἐπί; αἴρω)
foundation
ἐπαρυστήρ (ἐπί; ἀρύω)
funnel
ἐπάρχω (ἐπί; ἄρχω)
to rule over
ἐπασθμαίνω (ἐπί; ἄω)
to breathe hard
ἐπαύξω (ἐπί; αὐξάνω)
to increase
ἐπεισέρχομαι (ἐπί; εἰς; ἔρχομαι)
to rush upon; come upon
ἐπεισφέρω (ἐπί; εἰς; φέρω)
to bring next
ἐπεκχέω (ἐπί; ἐκ; χέω)
to rush upon
ἐπενδύτης (ἐπί; ἐν; δύω)
outer garment
ἐπερώτησις (ἐπί; ἐρωτάω)
questioning
ἐπευθυμέω (ἐπί; εὖ; θυμός)
to rejoice
ἐπήλυτος (ἐπί; ἔρχομαι)
stranger; foreigner
ἐπιβάθρα (ἐπί; βαίνω)
means of approaching
ἐπιβιόω (ἐπί; βίος)
to live after; survive
ἐπίβλημα (ἐπί; βάλλω)
piece; house robe
ἐπιβρέχω (ἐπί; βρέχω)
to rain on
ἐπιβρίθω (ἐπί; βρίθω)
to press on
ἐπιγαμία (ἐπί; γάμος)
intermarriage
ἐπιγεμίζω (ἐπί; γάμος)
to place as a burden
ἐπιγνωμοσύνη (ἐπί; γινώσκω)
prudence; wisdom
ἐπίγνωστος (ἐπί; γινώσκω)
known
ἐπίδειξις (ἐπί; δείκνυμι)
showing forth
ἐπιδέω (ἐπί; δέω)
to bind; to lack
ἐπιδέω-2 (ἐπί; δέω)
to bind; to lack
ἐπίδηλος (ἐπί; δῆλος)
manifest
ἐπιδιαιρέω (ἐπί; διά; αἱρέω)
to divide
ἐπιδιπλόω (ἐπί; δύο)
to double
ἐπιδόξως (ἐπί; δοκέω)
glorious
ἐπιεικεύομαι (ἐπί; εἰκών)
to deal mercifully with
ἐπιεικῶς (ἐπί; εἰκών)
kindly; mildly
ἐπιζεύγνυμι (ἐπί; ζυγός)
to add to
ἐπιζήμιον (ἐπί; ζημία)
punishment
ἐπιθανάτιος (ἐπί; θνῄσκω)
sentenced to death
ἐπιθεωρέω (ἐπί; θεάομαι)
to consider
ἐπικαινίζω (ἐπί; καινός)
to renew
ἐπικαρπολογέομαι (ἐπί; καρπός; λέγω)
to glean
ἐπικαταλαμβάνω (ἐπί; κατά; λαμβάνω)
to overtake
ἐπικερδής (ἐπί; κέρδος)
profitable
ἐπικίνδυνος (ἐπί; κίνδυνος)
dangerous
ἐπικινέομαι (ἐπί; κινέω)
•to be moved at
ἐπικοπή (ἐπί; κόπτω)
slaughter
ἐπικοσμέω (ἐπί; κόσμος)
to decorate
ἐπικουρία (ἐπί; κείρω)
help; supplication
ἐπικουφίζομαι (ἐπί; κοῦφος)
to lighten
ἐπικραταιόομαι (ἐπί; κράτος)
•to be confirmed
ἐπικράτησις (ἐπί; κράτος)
mastering; control
ἐπικρούω (ἐπί; κρούω)
to applaud
ἐπίκτητος (ἐπί; κτάομαι)
acquired
ἐπικυλίω (ἐπί; κυλίω)
to roll upon
ἐπίκυφος (ἐπί; κύπτω)
crooked
ἐπιλανθὰνομαι (ἐπί; λανθάνω)
to forget
ἐπιλησμονή (ἐπί; λανθάνω)
forgetful
ἐπιμαίνομαι (ἐπί; μαίνομαι)
to be furious; to rage
ἐπιμαρτυρέω (ἐπί; μάρτυς)
to testify; bear witness
ἐπιμήκης (ἐπί; μῆκος)
extensive
ἐπιμιμνήσκομαι (ἐπί; μιμνῄσκομαι)
to remember; mention; think of
ἐπιμίξ (ἐπί; μίγνυμι)
confusedly
ἐπιμονή (ἐπί; μόνος)
steadfastness; steadiness
ἐπίμοχθος (ἐπί; μόγος)
toilsome
ἐπιμύλιον (ἐπί; μύλη)
grinder tooth; upper millstone
ἐπινεφής (ἐπί; νέφος)
clouded
ἐπινυστάζω (ἐπί; νυστάζω)
to fall asleep
ἐπιορκία (ἐπί; ὅρκος)
false oath
ἐπίορκος (ἐπί; ὅρκος)
false swearing; a perjurer
ἐπιπαραγίνομαι (ἐπί; παρά; γίνομαι)
to arrive as well
ἐπίπληξις (ἐπί; πλήσσω)
blame
ἐπιπληρόω (ἐπί; πληρόω)
to fill up
ἐπιπολάζω (ἐπί; πέλω)
to float to the surface
ἐπιπολαίως (ἐπί; πέλω)
on the surface
ἐπιπροστίθημι (ἐπί; πρός; τίθημι)
to add
ἐπιρραίνω (ἐπί; ῥαίνω)
to sprinkle on
ἐπιρραντίζω (ἐπί; ῥαίνω)
to sprinkle on
ἐπιρρέω (ἐπί; ῥέω)
to wash away; overflow
ἐπιρριπτέω (ἐπί; ῥίπτω)
to throw; cast at; add to
ἐπιρρωγολογέομαι (ἐπί; ῥάξ; λέγω)
to glean grapes
ἐπιρρωννύμι (ἐπί; ῥώομαι)
to strengthen; recover strength
ἐπίσαγμα (ἐπί; σάττω)
saddle bag
ἐπισιτίζομαι (ἐπί; σῖτος)
to furnish oneself with food
ἐπισκάζω (ἐπί; σκάζω)
to limp on
ἐπίσπαστρον (ἐπί; σπάω)
curtain
ἐπισπλαγχνίζομαι (ἐπί; σπλάγχνον)
to have compassion
ἐπισπουδαστής (ἐπί; σπεύδω)
an exhorter; compeller
ἐπιστατέω (ἐπί; ἵστημι)
to be in charge of; to control
ἐπιστήριγμα (ἐπί; στηρίζω)
support
ἐπιστολη (ἐπί; στέλλω)
letter; epistle
ἐπιστρατεία (ἐπί; στρατιά)
march against
ἐπιστράτηγος (ἐπί; στρατιά)
ruler; viceroy
ἐπιστρατοπεδεύω (ἐπί; στρατιά; πούς)
to encamp against
ἐπισυναγωγή (ἐπί; σύν; ἄγω)
assembly; gathering
ἐπισυνέχω (ἐπί; σύν; ἔχω)
to take to oneself
ἐπισφαλής (ἐπί; σφάλλω)
dangerous
ἐπισφαλῶς (ἐπί; σφάλλω)
unstable
ἐπίταγμα (ἐπί; τάσσω)
command
ἐπιταράσσω (ἐπί; ταράσσω)
to trouble
ἐπιτάφιον (ἐπί; θάπτω)
tomb
ἐπιτερπής (ἐπί; τέρπω)
pleasing; delightful
ἐπιτηρέω (ἐπί; τηρέω)
to look out for; lie in wait
ἐπιτιμία (ἐπί; τιμή)
punishment
ἐπιτίμιον (ἐπί; τιμή)
value; price; penalty; wages
ἐπιτροπή (ἐπί; τρέπω)
decision; commission
ἐπιτυχία (ἐπί; τυγχάνω)
success
ἐπιφυτεύω (ἐπί; φύω)
to plant
ἐπιφύω (ἐπί; φύω)
to cling to
ἐπίχαρτος (ἐπί; χάρις)
joyful against
ἐπιχείρημα (ἐπί; χείρ)
attempt; enterprise; undertaking
ἐπιχορηγέω (ἐπί; χορός; ἄγω)
to supply; give
ἐπίχυσις (ἐπί; χέω)
pouring
ἐπιχώρησις (ἐπί; χωρέω)
permission
ἐπιψάλλω (ἐπί; ψάλλω)
to sing
ἐπιψοφέω (ἐπί; ψόφος)
to stamp (the foot)
ἐποίκιον (ἐπί; οἶκος)
village
ἕπομαι (ἕπω)
to follow; obey
ἐποξύνω (ἐπί; ὀξύς)
to hurry
ἐποπτικός (ἐπί; ὁράω)
overseeing; watching
ἔπος (ἔπω)
word; verse
ἑπταετής (ἑπτά; ἔτος)
seven year
ἑπταμήτωρ (ἑπτά; μήτηρ)
mother of seven
ἑπτάπυργος (ἑπτά; πύργος)
with seven towers
ἐπώνυμος (ἐπί; ὄνομα)
named after; official
ἐπωρύω (ἐπί; ὠρύομαι)
to howl
ἐργατεία (ἔργον)
work; labor
ἐργάτις (ἔργον)
worker (f)
ἐργοδιωκτέω (ἔργον; διώκω)
to be a supervisor
ἐργολαβία (ἔργον; λαμβάνω)
profiteering
ἐρέθισμα (ἐρέθω)
rebelliousness
ἐρεθιστής (ἐρέθω)
rebel
ἐρεικτός
barley grain
ἔρεισμα (ἐρείδω)
prop; support
ἔρευνα (ἐρωτάω)
inquiry; searching
ἐρημίτης (ἔρημος)
desert dweller
ἐριθεύομαι (ἔρις)
to serve
ἐρίφιον (ἔριφος)
goat-kid
ἑρμηνευτής (ἑρμηνεύω)
interpreter
ἐρυθαίνω (ἐρυθρός)
to dye red
ἐρύθημα (ἐρυθρός)
scarlet
ἐρυμνός (ἐρύομαι)
fenced; fortified
ἐρώτημα (ἐρωτάω)
question
ἕσπερος
evening star; Venus
ἐσχαρίτης (ἐσχάρα)
something baked
ἐσχατόγηρως (ἔσχατος; γέρων)
very old age
ἐσχατογήρως (ἔσχατος; γέρων)
very old age
ἑταιρίζω (ἑταῖρος)
to serve in the court
ἑτερόζυγος (ἕτερος; ζυγός)
animal yoked wrongly
ἑτεροκλινῶς (ἕτερος; κλίνω)
in rebellion
ἑτέρωθεν (ἕτερος; θεν)
on the other side
εὐάλωτος (εὖ; ἁλίσκομαι)
easily caught
εὐαπάντητος (εὖ; ἀπό; ἀντί)
friendly; courteous
εὐγενίζω (εὖ; γίνομαι)
to act nobly
εὐγνωμοσύνη (εὖ; γινώσκω)
courtesy
εὐδία (εὖ; Ζεύς)
fair weather
εὐδόκιμος (εὖ; δοκέω)
famous; glorious
εὐδράνεια (εὖ; δραίνω)
bodily health
εὐειδής (εὖ; εἶδος)
beautiful in form
εὐεκτέω (εὖ; ἔχω)
to be healthy
εὐεξία (εὖ; ἔχω)
good health
εὐεργέτημα (εὖ; ἔργον)
good deed; benefit
εὐεργετικός (εὖ; ἔργον)
beneficent
εὐήθης (εὖ; ἦθος)
foolish
εὐθαρσῶς (εὖ; θρασύς)
boldly; courageously
εὔθετος (εὖ; τίθημι)
fit; well-fitting
εὐθίκτως (εὖ; θιγγάνω)
to the point
εὔθραυστος (εὖ; θρύπτω)
brittle; weak
εὔθυμος (εὖ; θυμός)
encouraged; cheerful
εὐκαίρως (εὖ; καιρός)
when convenient; opportunely
εὐκατάλλακτος (εὖ; κατά; ἄλλος)
easily appeased
εὐκληματέω (εὖ; κλάω)
to grow richly
εὔκολος (εὖ; κόλον)
easily satisfied; contented; easy
εὐκοπία (εὖ; κόπτω)
ease
εὐκοσμέω (εὖ; κόσμος)
to govern; behave orderly
εὔκυκλος (εὖ; κύκλος)
well-rounded; circular
εὐλαβῶς (εὖ; λαμβάνω)
in a reverent way
εὐμαθῶς (εὖ; μανθάνω)
skillfully
εὐμελής (εὖ; μέλος)
melodious
εὐμένεια (εὖ; μένος)
goodwill
εὐμενῶς (εὖ; μένος)
graciously; favorably
εὐμετάβολος (εὖ; μετά; βάλλω)
changeable
εὐμήκης (εὖ; μῆκος)
tall
εὔμορφος (εὖ; μορφή)
beautiful; shapely
εὔνους (εὖ; νοῦς)
favorable to; kindly to
εὐόδως (εὖ; ὁδός)
easily
εὔοπτος (εὖ; ὁράω)
seen easily; conspicuous
εὐπάρυφος (εὖ; παρά; ὑφαίνω)
purple-bordered; well-bred
εὐπειθέω (εὖ; πείθω)
to be inclined toward obedience
εὐπροσήγορος (εὖ; πρός; ἀγορά)
courteous
εὐπρόσωπος (εὖ; πρός; ὁράω)
pleasing in appearance
εὔρυθμος (εὖ; ῥέω)
harmonious
εὔρωστος (εὖ; ῥώννυμι)
strong; stout
εὐρωτιάω (εὐρώς)
to become moldy
εὔσημος (εὖ; σημεῖον)
easy to understand; conspicuous
εὐσήμως (εὖ; σημεῖον)
clearly
εὔσκιος (εὖ; σκιά)
shadowy
εὔσπλαγχνος (εὖ; σπλάγχνον)
tenderhearted; compassionate
εὔστοχος (εὖ; στόχος)
aimed well
εὐστροφία (εὖ; στρέφω)
versatility
εὐσυναλλάκτως (εὖ; σύν; ἄλλος)
peacefully
εὐσχημοσύνη (εὖ; ἔχω)
modesty; gracefulness
εὐσχήμων (εὖ; ἔχω)
respected; presentable; graceful
εὐτακτέω (εὖ; τήκω)
to be orderly
εὐτεκνία (εὖ; τίκτω)
blessed with children
εὐτελῶς (εὖ; τέλος)
poorly
εὔτηκτος (εὖ; τήκω)
quick melting
εὐτολμία (εὖ; τολμάω)
courage
εὐτονία (εὖ; τείνω)
vigor; stoutness
εὐτόνως (εὖ; τείνω)
vigorously; vehemently
εὐτρεπίζω (εὖ; τρέπω)
to prepare
εὐφημέω (εὖ; φημί)
to speak well of; praise
εὔφθαρτος (εὖ; φθείρω)
perishable
εὔχαρις (εὖ; χάρις)
gracious
εὐχάριστος (εὖ; χάρις)
thankful; kind hearted; agreeable
εὐχρηστία (εὖ; χράομαι)
help; usefulness
ἐφαμαρτάνω (ἐπί; ἁμαρτάνω)
to lead into sin
ἐφαρμόζω (ἐπί; ἁρμόζω)
to apply
ἐφηβεῖον (ἐπί; ἥβη)
training center
ἐφήβος (ἐπί; ἵημι)
young man; adolescent
ἔφηλος (ἐπί; ἦλος)
with a white speck on; dwarf (?)
ἐφικτός (ἐπί; ἱκνέομαι)
accessible
ἐφίπταμαι (ἐπί; πέτομαι)
to fly over; toward
ἐφόδιον (ἐπί; ὁδός)
supplies for a journey
εφραθ
linen
ἐφύβριστος (ἐπί; ὑβρίζω)
insolent
ἔχις
snake; viper
ἐχομένως (ἔχω)
immediately following
ἕωλος (ἠώς)
day old
ἕωσ-1 (ἕως)
until; when; up to; as far as
ζ᾿
zeta (letter of alphabet)
ζαι
(Heb.) zayin
ζακχω
(Heb.) treasury
ζέα
spelt; one-sided wheat
ζευγίζω (ζυγός)
to join together
ζυγόν (ζυγός)
yoke; balance scales
ζῦθος (ζέω)
beer
ζυμίτης (ζέω)
leavened
ζωγραφία (ζάω; γράφω)
painting; drawing
ζώπυρον (ζάω; πῦρ)
spark; coal
ζῶσις (ζάω)
girding; waist
ζωτικός (ζάω)
living; lively
η (ἦ)
eta; (Heb.) Heh (sixth letter)
η᾿ (ἦ)
eta (letter of alphabet)
ἥγημα (ἄγω)
thought
ἡγητέον (ἄγω)
one must lead; consider
ἡδυσμός (ἡδύς)
sweetness
ἡδύφωνος (ἡδύς; φωνή)
sweet-voiced
ηδω
(Heb.) his disaster
ηθ
(Heb.) heth
ἠθολογέω (ἦθος; λέγω)
to express characteristically
ἡλιάζομαι (ἡλιαία)
to be exposed to the sun
ἡλικιώτης (ἡλικία)
comrade; equal
ἡμερόω (ἡμέρα)
to tame
ἡμίεφθος (ἥμισυς; ἕψω)
half boiled
ἡμιθανής (ἥμισυς; θνῄσκω)
half dead
ἡμίθνητος (ἥμισυς; θνῄσκω)
half dead
ἡμισεύω (ἥμισυς)
to cut in half
ἡπατοσκοπέω (ἧπαρ; σκοπός)
to inspect the liver
ἠπιότης (ἤπιος)
gentleness
ἤτοι (ἤ; τοι)
or; either/or
ἥττημα (ἥσσων)
defeat
θ᾿
theta (letter of alphabet)
θαιηλαθα
(Heb.) porches
θάλαμος
woman’s room; bedroom; store-room
θαλάσσιος (ἅλας)
belonging to the sea; sea
θαλλός (θάλλω)
young branch; bough
θαλπιωθ
(Heb.) a stone course
θανάτωσις (θνῄσκω)
death; slaughter
θαννουριμ
(Heb.) furnaces
θαραφιν
(Aram.) teraphim; idols
θαρσαλέος (θρασύς)
bold; daring; undaunted
θαρσύνω (θρασύς)
to encourage
θαυ
(Heb) tav (final letter)
θειότης (θεός)
deity; divinity
θεμιτός (τίθημι)
lawful
θεννουριμ
(Heb.) ovens
θεόκτιστος (θεός; κτίζω)
created; established by God
θεομαχέω (θεός; μάχη)
to fight God
Θεός (θεός)
God
θεοτόκος (θεός; τίκτω)
mother of God
θεριστής (θέρμη)
reaper
θερμότης (θέρμη)
heat
θεωρός (θεάομαι)
envoy; messenger; spectator
θηλυμανής (θηλάζω)
mad after females
θηριόβρωτος (θήρ; βιβρώσκω)
torn by wild animals
θηριόομαι (θήρ)
to become like a wild animal
θηριωδῶς (θήρ; εἶδος)
savagely; fiercely
θησαύρισμα (τίθημι)
treasure
θησαυροφύλαξ (τίθημι; φυλάσσω)
treasurer
θιγγάνω
to touch
θλάσμα (θλάω)
bruise
θνήσκω (θνῄσκω)
to die
θολερός (θολός)
cloudy
θραελ
(Heb.) temple part (?)
θραυσμός (θραύω)
breaking; break
θρεπτός (τρέφω)
brought up; raised
θρήνημα (θρόος)
mourning; lament
θροέω (θρόος)
to alarm; stir
θρονίζω (θρόνος)
to enthrone
θυεία (θύω)
mortar
θυλάκιον (θύλακος)
small bag
θύλακος
bag
θυμήρης (θύω)
pleasing; delightful
θυρεοφόρος (θύρα; φέρω)
carrying a shield
θυρόω (θύρα)
to supply with doors
θωδαθα
(Heb.) praise hymns
θωρακισμός (θώραξ)
armed with breastplates
ι᾿
iota (letter of alphabet)
ια᾿
11;
ιαμιβιν
(Heb.) right side of the altar
ιαμιν
(Heb.) shovels
ἰατής (ἰάομαι)
healer
ἰατρεῖον (ἰάομαι)
fee for healing (?)
ιβ᾿
12; (Heb.) lamedh
ιγ᾿
13; (Heb.) mem
ιγλααμ
(Heb.) took them away
ἰγνύα
ham; upper leg
ιδ᾿
14; (Heb.) nun
ἰδιόγραφος (ἴδιος; γράφω)
written in one’s own hand
ἰδιοποιέομαι (ἴδιος; ποιέω)
to win over
ἰδιότης (ἴδιος)
characteristic
ἰδιώτης (ἴδιος)
unlearned; untrained; private person
ἱδρύω (ἵζω)
to seat; to be encamped; to establish
ιε᾿
15; (Heb.) samekh
ἱερεία (ἱερός)
sacrifice
ἱεροστάτης (ἱερός; ἵστημι)
temple official
ἱεροσυλέω (ἱερός; συλάω)
to commit sacrilege; rob a temple
ἱεροσύλημα (ἱερός; συλάω)
temple plunder
ἱεροσυλία (ἱερός; συλάω)
sacrilege; temple robbery
ἱερόσυλος (ἱερός; συλάω)
sacrilegious person; temple-robber
ἱερουργία (ἱερός; ἔργον)
temple service
ἱερόψυχος (ἱερός; ψύχω)
pious; holy-minded
ἱέρωμα (ἱερός)
idol; amulet
ιζ᾿
17; (Heb.) pe
ιη᾿
18; (Heb.) tsadhe
ιθ᾿
19; (Heb.) qoph
ἱλαρῶς (ἵλεως)
cheerfully
ἱλατεύω (ἵλεως)
to be gracious
ἴλη (εἴλω)
crowd; band; troop
ἱμάντωσις (ἱμάτιον)
wood beam
ἱματιοφύλαξ (ἱμάτιον; φυλάσσω)
wardrobe keeper
ἰοβόλος (ἰός; βάλλω)
venomous
ἰουδαΐζω (Ἰουδαῖος)
to live like a Jew; side with a Jew
Ἰουδαϊκός
Jewish
ἱππάρχης (ἵππος; ἄρχω)
cavalry commander
ἶρις
rainbow; iris plant
ισ᾿
muscle; strength
ισανα
Jeshanah
ἰσάστερος (ἴσος; ἀστήρ)
star-like
ἰσηγορέομαι (ἴσος; ἠγορέω)
to treat as an equal
ἰσοδυναμέω (ἴσος; δύναμαι)
to have the same force
ἰσόθεος (ἴσος; θεός)
equal with God
ἰσόμοιρος (ἴσος; μείρομαι)
equally sharing
ἰσονομέω (ἴσος; νόμος)
to give one’s due
ἰσοπολίτης (ἴσος; πόλις)
having equal rights
ἰσοπολῖτις (ἴσος; πόλις)
having equal rights (f)
ἰσόψυχος (ἴσος; ψύχω)
like-minded; equal; peer
ἰσχίον
posterior; buttock; haunches
ἰσχυρόω
to strengthen
ἰταμία (ἰταμός)
pride
ἰχνευτής (ἴχνος)
hunter
ιωθ
10; (Heb.) yodh
κ᾿
kappa (letter of alphabet)
κα᾿
21; (Heb.) sin/shin
κάβος
cab; grain measure
καδημιμ
(Heb.) ancient
καδησιμ
(Heb.) male shrine prostitutes
κάδος
bucket
καθαριόω (καθαρός)
to purify
καθαρότης (καθαρός)
purification
καθάρσιος (καθαρός)
cleansing; purifying
καθηγεμών (κατά; ἄγω)
leader
καθηλόω (κατά; ἧλος)
to nail
καθημερινός (κατά; ἡμέρα)
daily
κάθιδρος (κατά; ἵζω)
sweating
καθικνέομαι (κατά; ἵκω)
to come down to; reach touch
καθίπταμαι (κατά; πέτομαι)
to fly down
καθόρμιον (κατά; εἴρω)
necklace
καθυμνέω (κατά; ὕμνος)
to sing hymns
καθύπερθε (κατά; ὑπέρ; θεν)
above
καθυπνόω (κατά; ὕπνος)
to sleep
καινουργός (καινός; ἔργον)
inventor
καίριος (καιρός)
apt; seasonable
κακηγορέω (κακός; ἀγορά)
to abuse; slander; accuse
κακίζω (κακός)
to reproach; accuse
κακόμοχθος (κακός; μόγος)
working evil
κακοπαθέω (κακός; πάσχω)
to suffer hardship
κακοπραγία (κακός; πράσσω)
wrongdoing
κακοτεχνέω (κακός; τίκτω)
to devise evil
κακοφροσύνη (κακός; φρήν)
folly
καλλίπαις (καλός; παῖς)
beautiful child
κάλλυνθρον (κάλλυντρον)
palm frond
κάλπη
pitcher
κάλυξ (καλύπτω)
cup
κάλυψις (καλύπτω)
covering
κάμαξ
pike; spear
καμάρα
vault; vaulted room; canopy
καμηλοπάρδαλις (κάμηλος; πάρδαλις)
giraffe
καμπύλος (κάμπτω)
bent; crooked
κάνθαρος
knot; beetle
κανθός
corner of an eye
κάππαρις
caper plant
κάπτω
to gulp down
καρασιμ
karasim (?)
καρόομαι (καρόω)
•to be drunk
καρπάσινος
made of flax
καρπόβρωτος (καρπός; βιβρώσκω)
having edible fruit
καρτεροψυχία (κεράννυμι; ψύχω)
soul steadfastness
καρτερῶς (κεράννυμι)
strongly
καρύα (κάρυον)
tree bearing nuts
καρυωτός (κάρυον)
almond-like
κάρφος (κάρφω)
twig; speck; splinter
κασσιτέρινος (κασσίτερος)
made of tin
καταβάσιος (κατά; βαίνω)
descending
καταβιόω (κατά; βίος)
to spend one’s life
καταβλάπτω (κατά; βλάπτω)
to cause heavy damage
καταβλέπω (κατά; βλέπω)
to look down
καταβόησις (κατά; βοή)
outcry
καταγέλαστος (κατά; γελάω)
laughable
καταγηράσκω (κατά; γέρων)
to age; grow old
κατάγνωσις (κατά; γινώσκω)
condemnation
καταγογγύζω (κατά; γογγύζω)
to grumble against
καταγορεύω (κατά; ἀγορά)
to announce
καταδαμάζω (κατά; δαμάζω)
to bring to submission
καταδαπανάω (κατά; δαπάνη)
to be consumed
κατάδεσμος (κατά; δέω)
tie; band; bandage; magic knot
καταδίκη (κατά; δίκη)
sentence; condemnation
καταδολεσχέω (κατά; α; δόλος; λέγω)
to meditate; to chatter
καταδρομή (κατά; τρέχω)
attack; charge; incursion
κατάδυσις (κατά; δύω)
hole
καταθαρσύνω (κατά; θαρσύνω)
to embolden
καταιδέομαι (κατά; αἰδέομαι)
to stand in awe
κατακάρπως (κατά; καρπός)
abundantly
κατακλάω (κατά; κλάω)
to break
κατάκλιτος (κατά; κλίνω)
flowing downward
κατακονδυλίζω (κατά; κόνδυλος)
to hit with the fist
κατακροτέω (κατά; κρότος)
to prevail; occupy; seize; overcome
κατακρούω (κατά; κρούω)
to nail
καταλαλιά (κατά; λάλος)
slander; defamation
καταλάμπω (κατά; λάμπω)
to shine
καταλεαίνω (κατά; λεαίνω)
to grind down
κατάλειψις (κατά; λείπω)
remnant; leftover
κατάληψις (κατά; λαμβάνω)
capture
καταλοχία (κατά; λόχος)
enrollment
καταλύτης (κατά; λύω)
guest; lodger
καταμερισμός (κατά; μέρος)
dividing up
καταμεστόω (κατά; μεστός)
to fill up
καταμήνια (κατά; μήν)
menstruation
καταμηνύω (κατά; μηνύω)
to make known
καταμίγνυμι (κατά; μίγνυμι)
to mix up; to mingle; combine
καταμιμνῄσκομαι (κατά; μιμνῄσκομαι)
to remember
καταναγκάζω (κατά; ἀνά; ἄγχω)
to compel
κατανέμω (κατά; νέμω)
to devour
κατανίστημι (κατά; ἀνά; ἵστημι)
to rise up
κατανόησις (κατά; νοῦς)
gazing
κατάντημα (κατά; ἀντί)
goal
καταντλέω (κατά; ἄντλος)
to overwhelm
κατανύω (κατά; ἀνύω)
to carry out; bring to an end
κατανωτίζομαι (κατά; νῶτον)
to ignore
κατάξηρος (κατά; ξηρός)
dry; parched
κατάξιος (κατά; ἄξιος)
worthy
καταξύω (κατά; ξύω)
to polish
καταπαλαίω (κατά; πάλλω)
to throw down; overthrow
καταπανουργεύομαι (κατά; ἀπό; ἀνά; ἔργον)
to conspire wickedly
κατάπαυμα (κατά; παύω)
rest
καταπειράζω (κατά; πεῖρα)
to attempt
καταπελματόομαι (κατά; πελματόομαι)
to be patched
καταπενθέω (κατά; πενθέω)
to mourn; lament
καταπετάννυμι (κατά; πετάννυμι)
to spread out over; cover with
κατάπικρος (κατά; πικρός)
very bitter
καταπιστεύω (κατά; πείθω)
to trust
καταπληγμός (κατά; πλήσσω)
panic
κατάπληξις (κατά; πλήσσω)
terror
κατάπλους (κατά; πλέω)
voyage
καταπολεμέω (κατά; πόλεμος)
to fight against
κατάπονος (κατά; πένομαι)
tired; wearied
καταποντισμός (κατά; πόντος)
drowning; swallowing up;
καταπρίω (κατά; πρίω)
to saw in pieces
καταπροδίδωμι (κατά; πρό; δίδωμι)
to surrender
καταπρονομεύω (κατά; πρό; νέμω)
to carry off as spoil
κατάπτωμα (κατά; πίπτω)
falling down; gap
κατάπτωσις (κατά; πίπτω)
downfall
καταράκτης
waterfall; cataract
καταργυρόω (κατά; ἄργυρος)
to silver-plate
καταρρομβεύω (κατά; ῥέμβω)
to lead astray
κατάρρυτος (κατά; ῥέω)
irrigated
κατασείω (κατά; σείω)
to make a sign; give a signal
κατασκεδάννυμι (κατά; σκεδάννυμι)
to sprinkle
κατασμικρύνομαι (κατά; μικρός)
•to be small
κατασπουδάζομαι (κατά; σπεύδω)
to be troubled
καταστασιάζω (κατά; ἵστημι)
to rebel
κατάστασις (κατά; ἵστημι)
constitution; condition; arrangement; rebellion
κατάστεμα (κατά; ἵστημι)
state; mood; disposition
καταστέφω (κατά; στέφω)
to receive a wreath
καταστηρίζω (κατά; στηρίζω)
to establish
καταστολή (κατά; στέλλω)
dress; clothing
καταστραγγίζω (κατά; στράγξ)
to drain; squeeze out
κατασχίζω (κατά; σχίζω)
to cut up
κατατέρπομαι (κατά; τέρπω)
to rejoice
κατατήκω (κατά; τήκω)
to dissolve; destroy
κατατίλλω (κατά; τίλλω)
to pull off
κατατιτρώσκω (κατά; τιτρώσκω)
to receive mortal wounds
κατατρώγω (κατά; τρώγω)
to devour
κατατυγχάνω (κατά; τυγχάνω)
to gain
καταφαίνω (κατά; φαίνω)
to appear
καταφερής (κατά; φέρω)
descent; steep
καταφθάνω (κατά; φθάνω)
to overtake
καταφλογίζω (κατά; φλόξ)
to flame up
κατάφοβος (κατά; φόβος)
frightening; fearful
καταφορά (κατά; φέρω)
moving downward
καταφράσσω (κατά; φράσσω)
to be fortified
καταφρόνησις (κατά; φρήν)
disdain
καταφύτευσις (κατά; φύω)
planting
καταχαίρω (κατά; χάρις)
to rejoice
καταχαλάω (κατά; χαλάω)
to lower
καταχαλκόω (κατά; χαλκός)
to braze; embronze
κατάχρεος (κατά; χράομαι)
involved in
κατάχυσις (κατά; χέω)
pouring over
καταχώννυμι (κατά; χέω)
to overwhelm
καταψεύδομαι (κατά; ψεύδω)
to lie
καταψευσμός (κατά; ψεύδω)
slander; false accusation
καταψύχω (κατά; ψύχω)
to cool; cool off
κατεγχειρέω (κατά; ἐν; χείρ)
to plot
κατελεέω (κατά; ἔλεος)
to have mercy on
κατεμβλέπω (κατά; ἐν; βλέπω)
to look down
κατεντευκτής (κατά; ἐν; τυγχάνω)
accuser
κατεπείγω (κατά; ἐπείγω)
to press down; urge on; hasten
κατεπίθυμος (κατά; ἐπί; θυμός)
very eager
κατεργασία (κατά; ἔργον)
working
κατευθικτέω (κατά; εὖ; θιγγάνω)
to hit squarely
κατευφημέω (κατά; εὖ; φημί)
to extol
κατηφής
sad; downcast
κατιόω (κατά; ἰός)
to rust; make rusty
κατοικεσία (κατά; οἶκος)
dwelling
κατοικοδομέω (κατά; οἶκος)
to build on; to dwell
κατοικτείρω (κατά; οἶκος)
to show compassion
κατοινόομαι (κατά; οἶνος)
•to be drunk
κατοπίσω (κατά; ὀπίσω)
after; behind
κατοπτεύω (κατά; ὁράω)
to spy out
κάτοπτρον (κατά; ὁράω)
mirror
κατορχέομαι (κατά; ὄρχος)
to mock
κατοχεύω (κατά; ὀχεύω)
to inter-breed
κατόχιμος (κατά; ἔχω)
held as property
καυτήριον (καίω)
branding iron
καφουρη
(Heb.) bowel
κβ᾿
22; (Heb.) tav
κέγχρος
millet
κειρία (κείρω)
bedsheet; sheet of cloth (for burial)
κεκρυμμένως (κρύπτω)
covertly; secretly
κέλευσμα (κελεύω)
command; shout
κενολογέω (κενός; λέγω)
to speak empty words
κενῶς (κενός)
in vain
κεπφόομαι (κέπφος)
•to easily fool
κεραμικός (κέραμος)
made of clay
κέραμος
potter's clay; tile; jar
κεράστης (κέρας)
viper; horned snake
κεράτινος (κέρας)
made of horn; horn (f)
κεραυνόω (κεραυνός)
to hit with thunder
κέρκωψ (κέρκος; ὁράω)
gossiper; teller of false tales
κεφαλαιόω (κεφαλή)
to sum up
κεφφουρε
(Heb.) bowls
κεφφουρη
keffoure (Heb. bowls of)
κηδεμών (κήδω)
protector; guardian; care-giver
κηρογονία (κηρός; γίνομαι)
making of honeycombs
κθ᾿
29
κιθαρίζω (κιθάρα)
to play the harp or lyre
κινητικός (κινέω)
mobile
κιρνάω
to mix
κισσάω (κισσά)
to conceive
κισσός
ivy
κισσόφυλλον (κισσός; φλέω)
ivy leaf
κληδονισμός (κλέω)
divination
κληδών (κλέω)
omen
κλίμα (κλίνω)
region
κλισία (κλίνω)
group
κλοποφορέω (κλέπτω; φέρω)
to rob
κλυδωνίζομαι (κλύδων)
to be sea-tossed; thrown into confusion
κλωστός (κλώθω)
spun
κνημίς (κνήμη)
greave; shin protector
κνήφη (κνίζω)
itch
κνίδη (κνίζω)
nettle
κνίζω
to scape; scratch; sting; to provoke
κοθωνοι
kotenot (Heb. priestly garments)
κοίλασμα (κοῖλος)
hollow
κοιλόσταθμος (κοῖλος; ἵστημι)
paneled; well-roofed
κοιλότης (κοῖλος)
hollow
κοινολογία (κοινός; λέγω)
conference
κοιτασία (κεῖμαι)
sexual intercourse
κολαβρίζομαι (κωλύω; βρίθω)
to be derided
κόλλα
glue
κολοβόκερκος (κόλος; κέρκος)
stunted; deformed
κολοβόριν
•with deformed nose
κολοβόω (κωλύω)
to shorten; cut off
κόλπωμα (κόλπος)
bosom; cavity
κομιδή (κομίζω)
attendance; care; provision
κόμμα (κόπτω)
stamp; coin impression
κονδυλισμός (κόνδυλος)
cruel act
κόνυζα
nettle
κόπωσις (κόπτω)
weariness
κορέω
to satisfy oneself
κορύνη (κάρα)
club
κόρυς (κάρα)
helmet
κόσκινον
sieve
κόσμιον (κόσμος)
ornament; embellishment; epithet
κοσμοπληθής (κόσμος; πίμπλημι)
worldwide
κοσμοποιΐα (κόσμος; ποιέω)
creation of the world
κοσμοφορέω (κόσμος; φέρω)
to carry the world
κοσυμβωτός (κόσυμβος)
fringed
κούφως (κοῦφος)
quickly; lightly
κόφινος
basket
κρᾶμα (κεράννυμι)
mixed wine
κραταιότης (κεράννυμι)
might; power
κράτησις (κεράννυμι)
might; power
κρατύνω (κεράννυμι)
to grow stong
κραυγάζω (κράζω)
to call out; shout
κρεανομέω (κρέας; νέμω)
to divide meat
κρημνίζω (κρεμάννυμι)
to throw down
κροκόδειλος
lizard; crocodile
κρόμμυον
onion
κρουνηδόν (κρουνός)
gushing
κρυσταλλοειδής (κρύσταλλος)
like crystal; like ice
κτηνώδης (κτάομαι; εἶδος)
beastlike
κτύπος
crash; clash
κυδοιμός
thunder; storm noise
κῦδος
glory
κύησις (κύω)
pregnancy
κύθρα
clay pot
κυθρόπους (κύθρα; πούς)
pot
κυκλεύω (κυκλόω)
to surround
κύκλωσις (κυκλόω)
circle
κύκνειος (κύκνος)
pertaining to a swan
κυλικεῖον (κυλίω)
cup stand
κυλίκιον (κυλίω)
little cup
κυμβαλίζω (κύμβαλον)
to sound cybals
κυνηγέω (κύων; ἄγω)
to hunt
κυνήγιον (κύων)
prey; hunt
κυνικός (κύων)
hard; harsh; Cynic
κυοφορέω (κύων; φέρω)
to be pregnant
κυπρισμός
blossom; bloom
κύφω (κύπτω)
to bend over
κυψέλη
grain bin
κώδιον (κῶας)
sheepskin
κῴδιον (κῶας)
sheepskin
κωκυτός (κωκύω)
outcry; wailing
κωλέα (κῶλον)
legbone meat
κώλυμα (κωλύω)
hindrance
κωμάρχης (κώμη; ἄρχω)
village leader
κώπη
oar-handle
κωφ
Qoph
λαβδ
lamedh
λαβή (λαμβάνω)
handle; shaft
λαγών (λαγαρός)
flank; side
λαθραῖος (λανθάνω)
secret
λάθριος (λανθάνω)
secret
λαιμαργία (λαιμός; α; ἔργον)
gluttony
λακάνη (λέκος)
bowl; dish
λακωνικός
Laconian (?)
λαλητός (λάλος)
able to speak
λαμπηνικός (λάμπω)
covered
λάμψις (λάμπω)
light; shining
λάξ
with the foot; under foot
λαξευτήριον (λᾶς)
stone-cutting tool
λαξευτός (λᾶς)
cut out in rock
λαογραφία (λαός; γράφω)
census
λαπιστής (λαπίζω)
arrogant person
λάτρις (λάτρον)
hired servant
λαφυρεύω (λαμβάνω)
to plunder
λαχανεία (λαχαίνω)
vegetable garden
λεηλατέω (λεία; ἐλαύνω)
to plunder
λεία
plunder
λειποτακτέω (λείπω; τάσσω)
to leave a post during battle
λειτουργήσιμος (λαός; ἔργον)
for use in worship
λεκάνη (λέκος)
dish; pan
λεοντηδόν (λέων)
lion-like
λέπισμα (λεπίς)
peel
λέσχη (λέγω)
talk
Λευίτης
Levite
λευκανθίζω (λευκός)
to be white
λευκότης (λευκός)
whiteness
λεχώ (λέχος)
woman in childbirth
λῆρος
empty talk; nonsense
ληρώδης (λῆρος; εἶδος)
nonsensical; silly
λῃστεύω (λῃστής)
to rob; raid
λιβανόομαι (λίβανος)
to be mixed with frankincense
λιθοβόλον (λίθος; βάλλω)
stone-thrower; catapult
λιθουργέω (λίθος; ἔργον)
to work in stone; carve stone
λιθούργος (λίθος; ἔργον)
engraver of stone; gems
λιθώδης (λίθος; εἶδος)
rocky; stony
λικμήτωρ (λίκνον)
winnower
λικμίζω (λίκνον)
•to winnow; crush; scatter
λικμός (λίκνον)
winnowing fork
λιμαγχονέω (λιμός; ἄγχω)
to get weak for lack of food
λιμοκτονέω (λιμός; κτείνω)
to let starve
λινοκαλάμη (λίνον; κάλαμος)
flax straw
λιποθυμέω (λίπος; θυμός)
to faint
λίσσομαι
to beg; pray; entreat
λιτός (λίτομαι)
poor; plain; simple; supplicatory
λιχνεία (λείχω)
gluttony
λογιστής (λέγω)
engineer; auditor (magistrate)
λοιδόρησις (λοίδορος)
Insulting
λοιμεύομαι (λοιμός)
to injure; be a pest to
λοιμότης (λοιμός)
pestilence
λόχος
ambush
λυθρώδης (λύθρον; εἶδος)
defiled with blood
λυσιτέλεια (λύω; τέλος)
benefit; profit
λυσιτελής (λύω; τέλος)
advantageous; beneficial
λυτρών (λύω)
latrine
λωποδυτέω (λέπω; δύω)
to plunder; rob
μά
by (a deity)
μαγειρεύω (μάσσω)
to cook
μαγείρισσα (μάσσω)
cook (f)
μαγικός (μάγος)
magical
μαγίς (μάγος)
cake
μαδαρόω (μαδάω)
to pull out the hair
μάζα
cake
μάθημα
knowledge; teaching; lesson
μακαριότης (μακάριος)
blessedness; happiness
μακαρίως (μακάριος)
blessedly; happily
μακροβίωσις (μῆκος; βίος)
long of life; longevity
μακροήμερος (μῆκος; ἡμέρα)
long-lived
μακροτονέω (μῆκος; τείνω)
to persevere; endure
μαλακοψυχέω (μαλακός; ψύχω)
to be cowardly
μαλακύνω (μαλακός)
to soften
μαλακῶς (μαλακός)
softly
μάμμη
grandmother
μανααν
(Heb.) gift; offering
μανιώδης (μαίνομαι; εἶδος)
insane; maniacal
Μαρδοχαϊκός
Mordecaic; pertaining to Mordecai
μαρμάρινος (μάρμαρος)
made of marble
μάρμαρος (μαρμαίρω)
marble
μαρτύρομαι (μάρτυς)
to testify; to call to witness
μασανα
(Heb.) Second Quarter
μασάομαι (μαστιγόω)
to gnaw; chew
μασενα
(Heb.) Second Quarter
μασμαρωθ
(Heb.) snuffers; extinguishers
ματαιόφρων (μάταιος; φρήν)
vain minded
μαχιρ
food (?); Makir
μαχμα
(Heb.) thick cloth
μεγαλαυχία (μέγας; αὐχέω)
great boasting; arrogance
μεγαλόδοξος (μέγας; δόξα)
greatly in glory
μεγαλοδόξως (μέγας; δόξα)
gloriously
μεγαλοκράτωρ (μέγας; κεράννυμι)
great in power
μεγαλομερής (μέγας; μέρος)
glorious
μεγαλόσαρκος (μέγας; σάρξ)
large fleshed; lustful
μεγαλοσθενής (μέγας; σθενόω)
of great power
μεγαλοσύνη (μέγας)
greatness
μεγαλοφρονέω (μέγας; φρήν)
to be confident
μεγαλόψυχος (μέγας; ψύχω)
generous
μεγαλοψύχως (μέγας; ψύχω)
generously
μεγάλωμα (μέγας)
might
μεγαλώνυμος (μέγας; ὄνομα)
having a great name
μεγαλωστί (μέγας)
exceedingly
μεθαρμόζω (μετά; ἁρμόζω)
to correct; to rearrange
μεθαχαβιν
(Heb.) hiding themselves
μεθερμηνεύω (μετά; ἑρμηνεύω)
to translate; interpret
μεθοδεύω (μετά; ὁδός)
to trick; deceive
μεθωεσιμ
(Heb.) recorded in a geneology list
μεῖγμα (μίγνυμι)
mixture; compound
μειδιάω (μειδάω)
to smile
μειόω (μικρός)
to lessen; decrease; to moderate
μελαθρόομαι (μέλαθρον)
to be connected with
μελανία (μέλας)
mourning; grief
μέλεος
unhappy
μελον
(Heb.) retreat
μελῳδέω (μέλος; ᾄδω)
to sing
μελῳδία (μέλος; ᾄδω)
song
μελῳδός (μέλος; ᾄδω)
singing
μέντοιγε (μέν; τοι; γε)
nevertheless; but; indeed
μεριδάρχης (μέρος; ἄρχω)
provincial governor
μεριτεύομαι (μέρος)
to divide up
μεσάζω (μέσος)
to be in the middle
μέσακλον
weaver’s beam
μεσθααλ
(Heb.) wardrobe
μεσίτης (μέσος)
mediator
μεσόγειος (μέσος; γῆ)
interior; inland
μεσότης (μέσος)
middle
μεταβηχας
(Heb.) from Tibhath
μεταβολία (μετά; βάλλω)
exchange
μεταγενής (μετά; γίνομαι)
born after
μεταδιαιτάω (μετά; διαιτάω)
to change one’s lifestyle
μεταδιώκω (μετά; διώκω)
to pursue
μετάθεσις (μετά; τίθημι)
change
μεταίτιος (μετά; αἰτέω)
accessory to; co-causing
μετακίνησις (μετά; κινέω)
change
μετακιρνάομαι (μετά; κεράννυμι)
to change
μετακομίζω (μετά; κομίζω)
to bring back
μέταλλον (μετά; ἄλλος)
mine
μεταμέλω (μετά; μέλω)
to regret; repent
μεταπαιδεύω (μετά; παῖς)
to teach again
μεταπείθω (μετά; πείθω)
to alter; change
μετασκευάζω (μετά; σκεῦος)
to refashion
μετασχηματίζω (μετά; ἔχω)
to transform
μετάφρασις (μετά; φράσις)
paraphrase
μεταχέω (μετά; χέω)
to pour
μετοικέω (μετά; οἶκος)
to move; change residence
μέτοικος (μετά; οἶκος)
alien; sojourner
μετουσία (μετά; εἰμί_1)
partnership; participation
μέτρησις (μέτρον)
measuring
μετριάζω (μέτρον)
to behave well
μετρίως (μέτρον)
measurably; moderately
μηδαμόθεν (μή; δέ; ἐγώ; θεν)
from nowhere
Μηδικός
Median; Mede
μηθέτερος (μή; ἕτερος)
neither of the two
μημ
(Heb.) mem
μηνίαμα (μῆνις)
cause for anger
μηνιάω (μῆνις)
to stay angry; hold a grudge
μήπως (μή; πω)
lest somehow
μηρύομαι
to wind
μητρῷος (μήτηρ)
maternal
μίανσις (μιαίνω)
defilement; pollution
μικρολόγος (μικρός; λέγω)
petty; small-minded
μικρῶς (μικρός)
little
μίμημα (μιμέομαι)
copy
μισάνθρωπος (μῖσος; ἄνθρωπος)
people-hating
μισάρετος (μῖσος; ἀρέσκω)
good-hating
μισθόομαι (μισθός)
•to hire
μισοξενία (μῖσος; ξένος)
hatred of strangers
μισοπονηρία (μῖσος; πόνος)
hatred of wickedness
μισοπόνηρος (μῖσος; πόνος)
wickedness-hating
μίσυβρις (μῖσος; ὕβρις)
hater of insolence; pride
μνημόσυνος (μιμνῄσκομαι)
remembrance
μνησίκακος (μιμνῄσκομαι; κακός)
revengeful
μογιλάλος (μόγος; λάλος)
mute; with speech impediment
μόγις (μόγος)
hardly; scarcely
μολόχη
mallow plant
μόλυνσις (μολύνω)
defilement
μονάζω (μόνος)
to live alone
μόναρχος (μόνος; ἄρχω)
monarch; sole ruler
μονή (μένω)
room; place to live
μονιός (μόνος)
alone; solitary
μονοζώνος (μόνος; ζώννυμι)
lightly armed
μονοήμερος (μόνος; ἡμέρα)
staying for a day
μόνορχις (μόνος; ὄρχις)
having one testicle
μονότροπος (μόνος; τρέπω)
living alone
μονοφαγία (μόνος; φάγος)
gluttony
μονοφάγος (μόνος; φάγος)
gluttonous
μόνωσις (μόνος)
solitude
μόρον
mulberry
μοσφαθαιμ
(Heb.) saddlebags
μόσχευμα (μόσχος)
seedling
μοτόω (μοτός)
to bind up
μυαλόομαι (μυελός)
to be full of marrow
μυγάλη (μῦς; γαλέη)
field mouse
μυέω (μύω)
to initiate; learn the secret of
μυθολόγος (μῦθος; λέγω)
legend teller; story teller
μῦθος
myth; fable; story
μυλών (μύλη)
mill house
μυξωτήρ
nostril; oil pouring pipe
μυριοπλάσιος (μυρίος; πλάσσω)
ten thousandfold
μυριοπλασίως (μυρίος; πλάσσω)
ten thousand times
μυρίος
innumerable; countless; (adv.) incessantly
μυριότης (μυρίος)
ten thousand
μυρισμός (μυρίος)
anointing
μυρμηκιάω (μύρμηξ)
to inflict with warts
μυρμηκολέων (μύρμηξ; λέων)
ant lion
μυροβρεχής (μύρον; βρέχω)
damp with ointment
μυσερός (μύσος)
despicable
μύσταξ
moustache
μύστης (μύω)
an initiate to a mystery
μυστικῶς (μύω)
secretly
μύστις (μύω)
female initiate to a mystery
μωκάομαι (μωκός)
to be mocked
μωκός
mocking
μωρεύω
to turn into folly
ναθινιν
(Heb.) temple servants
ναίω
to inhabit
νακκαριμ
(Heb.) shepherds
νᾶμα (νάω)
river; stream; nectar
νασιβ
Nezib; official
νασιφ
(Heb.) official
ναῦλον (ναῦς)
ship fare
νάφθα
naphtha
ναχαλ
(Heb.) river
νεάζω (νέος)
to be young; vigorous
νεανικός (νέος)
young; youthful
νεελασα
(Heb.) joyous; joyfully
νεεσσαραν
(Heb.) detained
νεζερ
(Heb.) crown
νεόκτιστος (νέος; κτίζω)
newly created
νεοττός (νέος)
young bird
νεόω (νέος)
to renew; plow up
νεσσα
(Heb.) falcon
νεφθαι
(Heb.) naphtha
νεφθαρ
(Heb.) naphtha
νέωμα (νέος)
newly plowed field
νεωστί (νέος)
lately; recently
νεωτερίζω (νέος)
to revolt; attempt a revolution
νεωτερικός (νέος)
innovative; recently invented; youthful
νηκτός (νήχω)
swimming; floating
νηπιοκτόνος (νήπιος; κτείνω)
slaying children
νῆστις (νη-; ἐσθίω)
fasting
νηστός (νη-; ἐσθίω)
spun
νήχω
to swim
νίτρον
soda; soap powder
νοήσις
intelligience
νοητῶς (νοῦς)
thoughtfully
νοθεύω (νόθος)
to commit adultery
νόθος
illegitimate; spurious; counterfeit; illegitimate child
νόθως (νόθος)
insincerely
νομικός (νόμος)
lawyer; trained in law
νομίμως (νόμος)
lawfully
νομοθέσμως (νόμος; τίθημι)
according to the law
νομοθέτης (νόμος; τίθημι)
lawgiver
νομοφύλαξ (νόμος; φυλάσσω)
observer of the law
νοσσίον (νέος)
young bird
νοσσοποιέω (νέος; ποιέω)
to make a den; nest
νουθεσία (νοῦς; τίθημι)
warning
νουθέτημα (νοῦς; τίθημι)
admonition
νουν
(Heb.) nun
νύμφευσις (νύμφη)
wedding
νύσταγμα (νυστάζω)
sleep
νωθροκάρδιος (νωθρός; καρδία)
slow of heart; stupid
νωθρότης (νωθρός)
sluggishness
νωκηδ
(Heb.) sheep owner
ξανθός
yellow
ξενισμός (ξένος)
entertainment
ξενιτεία (ξένος)
wandering; traveling
ξενοτροφέω (ξένος; τρέφω)
to support mercenaries
ξεστός (ξέω)
cut from stone
ξιφηφόρος (ξίφος; φέρω)
holding a sword
ξυλάριον (ξύλον)
small wood piece; stick
ξυλοφορία (ξύλον; φέρω)
wood-carrying
ξυλοφόρος (ξύλον; φέρω)
wood-carrier
ξύρησις (ξύω)
shaving
ὅ (ὅς)
omicron (letter of alphabet)
ὀγδοηκοστός (ὀκτώ)
eightieth
ὁδεύω (ὁδός)
to travel
ὀδύρομαι
to mourn; lament
ὄζος (ὄζω)
knot
ὄζω
to stink
οἰακίζω (οἴαξ)
to govern
οἴαξ
rudder handle; tiller
οἰκειότης (οἶκος)
kinship
οἰκειόω (οἶκος)
to be suitable
οἰκετικός (οἶκος)
related to servants
οἰκητήριον (οἶκος)
dwelling; home
οἰκίδιον (οἶκος)
small house
οἰκτίρημα (οἰκτίρω)
pity; compassion
οἴκτιστος (οἶκος)
very lamentable
οἰμωγή (οἴ)
lamentation; wailing
οἰμώζω (οἴ)
to lament
οἰνοποτέω (οἶνος; πίνω)
to drink wine
οἰνοπότης (οἶνος; πίνω)
wine-drinker; drunkard
οἰνοφλυγέω (οἶνος; φλύαρος)
to be drunk with wine
οἰνοχόη (οἶνος; χέω)
wine ladle; cupbearer (f)
οἰστρηλασία (οἶστρος; πλάσσω)
passion; impulse
οἰωνός
omen
ὀκνηρία (ὄκνος)
laziness
ὀκτάπηχυς (ὀκτώ; πῆχυς)
eight cubits in length
ὄλβος
happiness; bliss; weath
ὀλεθροφόρος (ὄλλυμι; φέρω)
bringing destruction
ὀλιγοποιέω (ὀλίγος; ποιέω)
to make fewer
ὀλιγότης (ὀλίγος)
fewness
ὀλιγοχρόνιος (ὀλίγος; χρόνος)
short-lived
ὁλκεῖον (ἕλκω)
large bowl
ὁλόκαυτος (ὅλος; καίω)
burnt entirely
ὁλορριζεί (ὅλος; ῥίζα)
utterly; completely
ὁλοσφύρητος (ὅλος; σφῦρα)
of beaten metal
ὁλοσχερής
complete
ὄλυνθος
late fig
ὄλυρα
rye grain
ὀλύρα
rye grain
ὀλυρίτης (ὀλύρα)
rye bread
ὄμβρημα (ὄμβρος)
rainwater
ὁμείρομαι (ἵμερος)
to yearn for
ὅμηρος
hostage; pledge; security
ὁμοζηλία (ὁμός; ζέω)
common zeal
ὁμόλογος (ὁμός; λέγω)
confessing; agreeing; correspondent
ὁμολόγως (ὁμός; λέγω)
willingly; openly
ὁμοπάτριος (ὁμός; πατήρ)
with the same father
ὁμός
•together
ὁμόσπονδος (ὁμός; σπένδω)
sharing a cup
ὁμόψηφος (ὁμός; ψάω)
agreeing; voting
ὁμόψυχος (ὁμός; ψύχω)
of one mind
ὀμφακίζω (ὄμφαξ)
to bear bad grapes
ὀνείδισμα (ὄνειδος)
insult; reproach; blame
ὄνησις (ὀνίνημι)
profit; advantage; enjoyment
ὀνομασία (ὄνομα)
act of naming
ὀξυγράφος (ὀξύς; γράφω)
quick-writing
ὀξύθυμος (ὀξύς; θυμός)
quick-tempered
ὀξύτης (ὀξύς)
sharpness; swiftness
ὀπισθίως (ὀπίσω)
backwards
ὀπισθοφανής (ὀπίσω; φαίνω)
facing backwards
ὀπισθοφανῶς (ὀπίσω; φαίνω)
backwards
ὁπλίτης (ὅπλον)
hoplite; armed warrior
ὁπλοδοτέω (ὅπλον; δίδωμι)
to arm with weapons
ὁπλοθήκη (ὅπλον; τίθημι)
weapons storage place
ὁπλοποιέω (ὅπλον; ποιέω)
to make into weapons
ὁπλοφόρος (ὅπλον; φέρω)
weapons bearer
ὁποῖος (ὅς; ποῦ)
of what sort
ὀπτάζομαι (ὁράω)
to be seen; appear
ὁρατικός (ὁράω)
able to observe
ὀργανικός (ὄργανον)
instrumental; as an instrument
ὀργίλως (ὀργή)
angrily
ὄρθιος (ὀρθός)
upright
ὀρθρεύω (ὀρθός)
to rise early
ὅριος (ὅρος_2)
•border; coast; domain
ὀρνιθοσκοπέομαι (ὄρνις; σκοπός)
to watch birds
ὀροφοιτέω (ὄρος_1; φοιτάω)
to wander on mountains
ὄροφος (ἐρέφω)
roof
ὄρυξ (ὀρύσσω)
gazelle
ὀσφρασία (ὄζω)
scent; odor
ὀτρύνω
to urge
ουαυ
(Heb) vav
οὐδέπω (οὐ; δέ; πῶ)
not yet
οὗπερ (ὅς; περ)
where
οὐρανόθεν (οὐρανός; θεν)
from heaven
οὔριος (οὖρος)
wind; fair wind
ὄφελος (ὠφελέω)
gain
ὀφθαλμοφανῶς (ὁράω; φαίνω)
visibly
ὀφιόδηκτος (ὄφις; δάκνω)
snake-bitten
ὀφιομάχης (ὄφις; μάχη)
snake fighter
ὄφλησις (ὀφείλω)
penalty
ὀφρύς
brow
ὀχεία (ὀχεύω)
lusty
ὀχλαγωγέω (ὄχλος; ἄγω)
to stir up
ὀχυρωμάτιον (ἔχω)
small fortification
ὀψίζω (ὀψέ)
to come late
ὀψοποίημα (ὄψον; ποιέω)
food; prepared meat
παγγέωργος (πᾶς; γῆ)
master cultivator
παγκρατής (πᾶς; κεράννυμι)
almighty; all-powerful
παθεινός (πάσχω)
mournful; mourner
παθοκρατέομαι (πάσχω; κεράννυμι)
to be controlled by emotions
παιάν (Παιάν)
battle cry
παιγνία (παῖς)
play; sport; game
παιδιά (παῖς)
child-play; sport; game
παιδοποιέω (παῖς; ποιέω)
to beget; bear children
παιδοποιία (παῖς; ποιέω)
procreation of children
παλαίστρα (παλαιός)
excercise room; wrestling room
παλλακίς
concubine
παμβασιλεύς (πᾶς; βασιλεύς)
universal monarch
παμβότανον (πᾶς; βόσκω)
every growing plant
παμμελής (πᾶς; μέλος)
with many melodies
παμμιαρός (πᾶς; μιαίνω)
completely abominable
παμπληθής (πᾶς; πληρόω)
very numerous; (neut) entirely
παμποίκιλος (πᾶς; ποίκιλος)
various; varigated
παμπόνηρος (πᾶς; πόνος)
completely evil
πανδημεί (πᾶς; δῆμος)
entirely
πάνδημος (πᾶς; δῆμος)
in common; of everybody
πανεθνεί (πᾶς; ἔθνος)
as one nation
πανεπίσκοπος (πᾶς; ἐπί; σκέπτομαι)
all-watching; all-controlling
πανηγυρίζω (πᾶς; ἄγω)
to celebrate a feast-day
πανηγυρισμός (πᾶς; ἄγω)
celebration of a festival
πανοικίᾳ (πᾶς; οἶκος)
with all the household
πανουργεύομαι (πᾶς; ἔργον)
to be shrewd
πανταχοῦ (πᾶς)
everywhere
παντελής (πᾶς; τέλος)
complete; completely
παντεπόπτης (πᾶς; ὁράω)
all-watching; all-seeing
παντευχία (πᾶς; τεύχω)
whole; complete armor
παντοδαπός (πᾶς)
of every kind; manifold
παντοτρόφος (πᾶς; τρέφω)
all-nourishing
παντοφαγία (πᾶς; φάγος)
eating indescriminately
πανυπέρτατος (πᾶς; ὑπέρ)
most high
πάππος (πάππας)
grandfather
παραβασιλεύω (παρά; βασιλεύς)
to commit treason; to rule badly
παράγγελμα (παρά; ἄγγελος)
command
παραγίγνομαι
to be present; come to aid; come to
παραδόξως (παρά; δοκέω)
unusually; unexpectedly
παραζεύγνυμι (παρά; ζυγός)
to join together
παραζώνη (παρά; ζώννυμι)
belt
παραθαρσύνω (παρά; θρασύς)
to encourage
παραθερμαίνω (παρά; θέρμη)
to warm
παραθλίβω (παρά; θλίβω)
to hold; detain
παραίνεσις (παρά; αἶνος)
encouragement
παραιρέω
to draw off
παραίτιος (παρά; αἰτέω)
sharing
παρακαθεύδω (παρά; κατά; εὕδω)
to sleep alongside
παρακάθημαι (παρά; κατά; ἧσαι)
to sit alongside
παρακαθίζω (παρά; κατά; ἵζω)
to sit down alongside
παρακαθίστημι (παρά; κατά; ἵστημι)
to place beside; be equipped for a voyage
παρακάλυμμα (παρά; καλύπτω)
veil; screen
παρακλείω (παρά; κλείω)
to lock up
παρακλητικός (παρά; καλέω)
comforting; exhortive
παρακλήτωρ (παρά; καλέω)
comforter
παρακμάζω (παρά; ἀκή)
to age past the prime
παρακρούω (παρά; κρούω)
to mislead; deceive
παραλαλέω (παρά; λάλος)
to chatter
παραλλαγή (παρά; ἄλλος)
transmission; variation; change
παράλυσις (παρά; λύω)
destruction
παραμυθέομαι (παρά; μῦθος)
to comfort
παραμύθιον (παρά; μῦθος)
comfort
παρανακλίνω (παρά; ἀνά; κλίνω)
to bend
παραναλίσκω (παρά; ἀναλίσκω)
to be lost
παραξιφίς (παρά; ξίφος)
dagger
παραπέτασμα (παρά; πετάννυμι)
curtain; garment
παραπηδάω (παρά; πηδάω)
to jump ahead
παραπικρασμός (παρά; πικρός)
provocation
παράπληκτος (παρά; πλήσσω)
mad; crazy
παραπληξία (παρά; πλήσσω)
madness; craziness
παράπλους (παρά; πλέω)
voyage
παραπομπή (παρά; πέμπω)
escort
παράπτωσις (παρά; πίπτω)
trespass
παράρρυμα (παρά; ἐρύω)
tent; curtain
παράσημος (παρά; σημεῖον)
special insignia; figurehead
παράστασις (παρά; ἵστημι)
display
παραφρονέω (παρά; φρήν)
to be out of one’s mind
παραφρόνησις (παρά; φρήν)
insanity; madness
παράφρων (παρά; φρήν)
insane
παρδάλεος (πάρδαλις)
leopard-like
παρεισπορεύομαι (παρά; εἰς; πορεύομαι)
to enter secretly
παρεκλείπω (παρά; ἐκ; λείπω)
to fail
παρέλκυσις (παρά; ἕλκω)
delay
παρεμπίπτω (παρά; ἐν; πίπτω)
to sneak in
παρεξίστημι (παρά; ἐκ; ἵστημι)
to go mad
παρεπιδείκνυμι (παρά; ἐπί; δείκνυμι)
to display at the same time
πάρεργος (παρά; ἔργον)
incidental
παρηγορέω (παρά; ἄγω)
to persuade
πάριος (Πάρος)
pertaining to (the isle of) Paros
παροιμιάζω (παρά; οἶμος)
to utter proverbs
παροινέω (παρά; οἶνος)
to be affected by wine; to insult
παρόρασις (παρά; ὁράω)
to withhold favor
παρωθέω (παρά; ὠθέω)
to set aside
παρωμίς (παρά; ὦμος)
cord; rope
παταχρον
(Aram.) idol
παταχρος
(Aram.) idol
πατητός (πατέω)
trodden upon
παῦλα (παύω)
cessation
παῦσις (παύω)
ceasing
πεδήτης (πούς)
prisoner
πεζομαχία (πούς; μάχη)
land battle
πέλας
nearby
πελειόομαι (πελός)
to become blackened
πελεκάω (πέλεκυς)
to cut
πελεκητός (πέλεκυς)
cut; hewn
πέλμα
sole of the foot
πενέω (πένομαι)
to be poor
πενταετηρικός (πέντε; ἔτος)
every five years
πεντάκις (πέντε)
five times
πεντακισχίλιος (πέντε; χίλιοι)
five thousand
πεντάπηχυς (πέντε; πῆχυς)
five cubits in height
πενταπλασίως (πέντε)
fivefold
πενταπλοῦς (πέντε)
fivefold
πέπειρος (πέπων)
ripe
πεποίθησις (πείθω)
confidence
πεποιθότως (πείθω)
confidently
πέπων
gourd
περάτης (πέραν)
wanderer
περιαγκωνίζω (περί; ἀγκών)
to tie hands behind a back
περιαντλέομαι (περί; ἄντλος)
to be overwhelmed; submerged
περιάπτω (περί; ἅπτω)
to kindle
περιαστράπτω (περί; ἀστραπή)
to flash around
περιβιόω (περί; βίος)
to survive
περίβλεπτος (περί; βλέπω)
respected
περίβλημα (περί; βάλλω)
garment
περιβόητος (περί; βοή)
renowned; famous
περιδειπνέω (περί; δεῖπνον)
to invite to a funeral banquet
περίδειπνον (περί; δεῖπνον)
funeral banquet
περιδέω (περί; δέω)
to wrap
περιδιπλόω (περί; δύο)
to wrap around
περιδύω (περί; δύω)
to strip
περιειμι-2 (περί; εἰμί_1)
to be around; to surpass; survive (sum)
περιεκτικός (περί; ἔχω)
complete; comprehensive
περιεργάζομαι (περί; ἔργον)
to meddle
περιεργία (περί; ἔργον)
meddling
περιίπταμαι (περί; πέτομαι)
to flutter over
περικάθαρμα (περί; καθαρός)
ransom; refuse
περικαίω (περί; καίω)
to burn; burn all around
περικατάλημπτος (περί; κατά; λαμβάνω)
surrounded
περικλείω (περί; κλείω)
to shut in all around; to surround
περικομπέω (περί; κόμπος)
to echo
περικοσμέω (περί; κόσμος)
to be decorated
περιλακίζομαι (περί; λακίς)
to be torn all over
περίλημψις (περί; λαμβάνω)
embracing
περιλύω (περί; λύω)
to dismember
περιξύω (περί; ξύω)
to scrape off
περίοδος (περί; ὁδός)
circuit
περιονυχίζω (περί; ὄνυξ)
to trim nails
περιπαθῶς (περί; πείθω)
in rage
περιπορεύομαι (περί; πορεύομαι)
to go around
περιπόρφυρος (περί; πορφύρα)
purple-clad
περιρρέω (περί; ῥέω)
to flow around; overflow
περιρρήγνυμι (περί; ῥήγνυμι)
to tear off
περισιαλόομαι (περί; σίαλος)
to be set in; embroidered
περισκυθίζω (περί; σκυθίζω)
to scalp
περίσσευμα (περί)
abundance
περιστήθιον (περί; στῆθος)
breastpiece
περιστροφή (περί; στρέφω)
procession
περιτρέπω (περί; τρέπω)
to overturn; to drive insane
περιφανῶς (περί; φαίνω)
clearly
περίφρων (περί; φρήν)
despising
περιφυτεύω (περί; φύω)
to implant
περιχαλάομαι (περί; χαλάω)
to be relaxed
περιχαλκόω (περί; χαλκός)
to copper-plate
περίψημα (περί; ψάω)
ransom; scum
περιψύχω (περί; ψύχω)
to refresh
πέτασος (πετάννυμι)
brimmed hat
πέταυρον
•rope (?)
πεύκη
pine
πέψις (πέσσω)
cooking; digestion
πηδαλιουχέω (πηδός; ὀχέω)
to steer
πηλουργός (πηλός; ἔργον)
clay-worker
πῆξις (πήγνυμι)
stiffness
πηρόω (πηρός)
to maim; mutilate; incapacitate
πιέζω
to press; press down
πίθηκος
ape; monkey
πίθος
earthen jar
πικρασμός (πικρός)
bitterness; bitter feeling
πίννινος (πίννα)
of a shell; mollusk
πιστῶς (πείθω)
faithfully
πίτυρον (πτίσσω)
bran
πλανήτης (πλάνη)
wanderer; roamer; planet; planetary
πλανῆτις (πλάνη)
wanderer (f)
πλειστάκις (πληρόω)
most times; very often
πλεόνασμα (πληρόω)
overabundance
πλεονέκτης (πληρόω; ἔχω)
greedy person
πληθύς (πληρόω)
crowd
πλημμελής (πλημμελέω)
trespass
πλήμμυρα (πληρόω)
flood
πληροφορέω (πληρόω; φέρω)
to be set on; to assure fully
πλησιάζω (πλησίον)
to come near; approach; have sexual intercourse
πλινθεύω (πλίνθος)
to make bricks
πλινθουργία (πλίνθος; ἔργον)
brick making
πλόκαμος (πλέκω)
lock; braid (of hair)
πλοκή (πλέκω)
braided; twisted
πλόκιον (πλέκω)
lock of hair
πλοῦς (πλέω)
voyage
πνευματοφορέομαι (πνέω; φέρω)
to be blown around; borne by wind
πνιγμός
choking
ποδάγρα (πούς; ἄγω)
trap for feet; gout in the feet
ποδιστήρ (πούς)
footbath
ποιητής (ποιέω)
maker; creator; poet
ποικιλτός (ποικίλος)
embroidered
πολιορκήσις (πόλις; ὅρκος)
siege
πολιός
gray; grizzled
πολίτευμα (πόλις)
place of citizenship; group of citizens
πολλαχόθεν (πολύς; θεν)
from everywhere; in many ways
πολύδακρυς (πολύς; δάκρυ)
tearful
πολυετής (πολύς; ἔτος)
for many years; prolonged
πολυημερεύω (πολύς; ἡμέρα)
to live long
πολύθρηνος (πολύς; θρέομαι)
full of sorrow
πολυκέφαλος (πολύς; κεφαλή)
many-headed
πολυλογία (πολύς; λέγω)
many words
πολυμερής (πολύς; μέρος)
manifold
πολυοδία (πολύς; ὁδός)
many ways
πολύπαις (πολύς; παῖς)
with many children
πολυπλάσιος (πολύς)
many times as many
πολυπλήθεια (πολύς; πίμπλημι)
great multitude
πολυπληθύνω (πολύς; πίμπλημι)
to multiply
πολυπραγμονέω (πολύς; πράσσω)
to look closely into; to meddle
πολυρήμων (πολύς; ῥήγνυμι)
too talkative
πολυτόκος (πολύς; τίκτω)
increased offspring; prolific
πολύφροντις (πολύς; φρήν)
thoughtful; full of cares
πολυχρονίζω (πολύς; χρόνος)
to live long
ποντόβροχος (πόντος; βρέχω)
drowned at sea
ποντοπορέω (πόντος; πορεύομαι)
to travel at sea
πορεῖον (πορεύομαι)
wagon; cart
πόρευσις (πορεύομαι)
journey
πορίζω (πορεύομαι)
to provide; cause; make profit
πορνοκόπος (πόρνη; κόπτω)
prostitute chaser
πορφυροῦς (πορφύρα)
purple
ποσαπλῶς (ὅς)
how many times; how often
πόσις (πίνω)
drink
ποταπός (ποῦ; ἀπό)
what sort of? what kind of?
πότημα (πίνω)
drink
πραγματικός (πράσσω)
official
πράκτωρ (πράσσω)
officer; ruler
πρᾶος (πραΰς)
gentle; meek
πραότης (πραΰς)
gentleness
πρασιά
garden-bed; group
πράσινος (πράσον)
light green
πράσον
leek
πρατός (πιπράσκω)
for sale
πρεπόντως (πρέπω)
in a fitting way
πρεσβεία (πρεσβύτης)
embassy; ambassador; messenger; presbyterate
πρέσβις (πρεσβύτης)
age
πρεσβύτατος (πρεσβύτης)
oldest
πρεσβῦτις (πρεσβύτης)
old woman
πρίζω (πρίων)
to cut with a saw; torture
πρῖνος
oak tree
πριστηροειδής (πρίων; εἶδος)
shaped like a saw
προαγωνίζομαι (πρό; ἀγών)
to fight before
προαδικέω (πρό; α; δίκη)
to be the first in wrong-doing (Philo+)
προαλής (πρό; ἄλη)
impulsive; precipitous
προαναμέλπω (πρό; ἀνά; μέλος)
to sing first
προανατάσσομαι (πρό; ἀνά; τάσσω)
to prefer
προανατέλλω (πρό; ἀνά; τέλλω)
to sprout anew
προαπαγγέλλω (πρό; ἀπό; ἄγγελος)
to forewarn
προαποδείκνυμι (πρό; ἀπό; δείκνυμι)
to prove; mention earlier
προαποθνῄσκω (πρό; ἀπό; θνῄσκω)
to die first
προβασκάνιον (πρό; βάσκανος)
charm; amulet
προβλέπω (πρό; βλέπω)
to foresee; to provide
προβλής (πρό; βάλλω)
jutting out
προδηλόω (πρό; δῆλος)
to explain ahead of time
προεκφέρω (πρό; ἐκ; φέρω)
to stretch out first
προεξαποστέλλω (πρό; ἐκ; ἀπό; στέλλω)
to send out ahead of time
προέχω (πρό; ἔχω)
to put first; be first; be better off
προηγορέω (πρό; ἀγορά)
to speak on behalf of someone
προήκω (πρό; ἥκω)
to have gone ahead; advanced
προθερίζω (πρό; θέρμη)
to reap first
προθυμία (πρό; θυμός)
willingness; eagerness; goodwill
προκαθηγέομαι (πρό; κατά; ἄγω)
to guide; lead
προκαθίζω (πρό; κατά; ἵζω)
to sit in state; sit in judgment
προκακόομαι (πρό; κακός)
to be mistreated previously
προκαλέω (πρό; καλέω)
to call out; provoke; irritate
προκατασκευάζω (πρό; κατά; σκεῦος)
to prepare ahead of time
προκατασκιρρόομαι (πρό; κατά; σκῖρος)
to be hardened against earlier
πρόκρημνος (πρό; κρεμάννυμι)
jutting; overhanging
προκρίνω (πρό; κρίνω)
to prefer
προλαμβάνω (πρό; λαμβάνω)
to do ahead of time; to be surprised
πρόλοβος (πρό; λέπω)
bird’s crop
προμαχέω (πρό; μάχη)
to serve as champion
προμηνύω (πρό; μηνύω)
to reveal beforehand; denounce beforehand
προνουμηνία (πρό; νέος; μήν)
eve of New Moon
προοδηγός (πρό; ὁδός; ἄγω)
leader
πρόοιδα (πρό; οἶδα)
to know ahead of time
πρόπαππος (πρό; πάππας)
great grandfather
προπάτωρ (πρό; πατήρ)
forefather
προπομπή (πρό; πέμπω)
escort
προπτύω (πρό; πτύω)
to spit out
προσαιτέω (πρός; αἰτέω)
to beg
προσανάβασις (πρός; ἀνά; βαίνω)
ascent
προσαναλέγομαι (πρός; ἀνά; λέγω)
to rehearse
προσαναπαύομαι (πρός; ἀνά; παύω)
to find rest with
προσαναπληρόω (πρός; ἀνά; πληρόω)
to supply; fill up
προσανατρέπω (πρός; ἀνά; τρέπω)
to overthrow
προσανοικοδομέω (πρός; ἀνά; οἶκος; δέμω)
to build up
προσαξιόω (πρός; ἄξιος)
to make request
προσαποθνῄσκω (πρός; ἀπό; θνῄσκω)
to die also
προσαπόλλυμι (πρός; ἀπό; ὄλλυμι)
to put to death
προσαποστέλλω (πρός; ἀπό; στέλλω)
to send off
προσαπωθέομαι (πρός; ἀπό; ὠθέω)
to be bushed away
προσαρτίως (πρός; ἄρτι)
recently
προσβλητός (πρός; βάλλω)
attached; overlaid
προσγράφω (πρός; γράφω)
to specify in writing
προσδέω (πρός; δέω)
to bind
προσεδρεύω (πρός; ἑδράζω)
to insist
προσεδρία (πρός; ἑδράζω)
sitting by; besieging
προσεκκαίω (πρός; ἐν; καίω)
to ignite further
προσεμβριμάομαι (πρός; ἐν; βρίμη)
to add to one’s insults
προσεμπίμπρημι (πρός; ἐν; πίμπρημι)
to burn through
προσενέχομαι (πρός; ἐν; ἔχομαι)
to be involved in
προσεξηγέομαι (πρός; ἐκ; ἄγω)
to recount
προσεπικατατείνω (πρός; ἐπί; κατά; τείνω)
to strain further
προσεπιτιμάω (πρός; ἐπί; τιμή)
to criticize more
προσεχόντως (πρός; ἔχω)
attentively
προσηκόντως (πρός; ἥκω)
properly
προσηλόω (πρός; ἧλος)
to fasten; to nail to
προσηλυτεύω (πρός; ἔρχομαι)
to live among
προσημειόομαι (πρός; σημεῖον)
•to foretell; forecast
προσηνής (πρός; ἠνής)
agreeable
πρόσθεσις (πρός; τίθημι)
increase
προσθλίβω (πρός; θλίβω)
to press
προσκαθίστημι (πρός; κατά; ἵστημι)
to appoint
προσκαίω (πρός; καίω)
to burn completely
προσκαταλείπω (πρός; κατά; λείπω)
to leave behind
προσκήνιον (πρός; σκηνή)
space in front of a tent
πρόσκλησις (πρός; καλέω)
summons
προσκλίνω (πρός; κλίνω)
to join
προσκύπτω (πρός; κύπτω)
to stoop over
προσκυρέω (πρός; κυρέω)
to adjoin
προσμαρτυρέω (πρός; μάρτυς)
to confirm
προσμειδιάω (πρός; μειδάω)
to smile
προσνέμω (πρός; νέμω)
to assign; attach; attribute
προσοδύρομαι (πρός; ὀδύρομαι)
to lament
προσόζω (πρός; ὄζω)
to stink
προσοίγω (πρός; οἴγω)
to shut
προσονομάζω (πρός; ὄνομα)
to call by name; give a name
προσπαρακαλέω (πρός; παρά; καλέω)
to exhort
προσπάσσω (πρός; πάσσω)
to sprinkle
προσπυρόω (πρός; πῦρ)
to enflame anger
προσσιελίζω (πρός; σιελίζω)
to spit on
προσταγή (πρό; ἵστημι)
command; ordinance
προσταράσσω (πρός; ταράσσω)
to trouble even more
προστάς (πρό; ἵστημι)
porch
πρόστιμον (πρός; τιμή)
penalty; fine
προσυπομιμνῄσκω (πρός; ὑπό; μιμνῄσκομαι)
to recall
προσυστέλλομαι (πρός; σύν; στέλλω)
to be returned to a former state
προσυψόω (πρός; ὕψος)
to raise up higher
προσφαίνομαι (πρός; φαίνω)
to appear; to appear before
προσφύω
to grow to; upon; to confirm
προσχαίρω (πρός; χάρις)
to rejoice
προσχράομαι (πρός; χράομαι)
to use
προσωθέω (πρός; ὠθέω)
to push to
προσωπεῖον (πρός; ὁράω)
mask
προτάσσω (πρό; τάσσω)
to ordain; determine
προτέρημα (πρότερος)
success
προϋπάρχω (πρό; ὑπό; ἄρχω)
to be/exist previously
προϋποτάσσω (πρό; ὑπό; τάσσω)
to be issued to; assigned to previously
προϋφίσταμαι (πρό; ὑπό; ἵστημι)
to be present previously
προφαίνω (πρό; φαίνω)
to appear
προφανῶς (πρό; φαίνω)
conspicuously
προφυλάσσω (πρό; φυλάσσω)
to guard against
προχαλάομαι (πρό; χαλάω)
•to be loosened previously; be extended
πρόχειρος (πρό; χείρ)
speedy; ready
προχώρημα (πρό; χῶρος)
excrement
πρύτανις
master; prince; ruler; Prytanis (President)
πρώην (πρό)
lately; just now
πρωία (πρό)
early morning; in the morning
πρώταρχος (πρό; ἄρχω)
primary ruler; chief governor
πρωτοβαθρέω (πρό; βαίνω)
to take the first seat
πρωτοβολέω (πρό; βάλλω)
to produce new fruit
πρωτοκλίσιον (πρό; κλίνω)
coronation festival
πρωτοκουρία (πρό; κείρω)
first shearing
πρωτολογία (πρό; λέγω)
prosecutor’s part
πρωτοστάτης (πρό; ἵστημι)
primary person; ringleader
πρωτοτοκεύω (πρό; τίκτω)
to treat as firstborn
πταῖσμα (πταίω)
false step; stumble; mistake; offense
πταρμός (πταίρω)
sneezing
πτεροφυέω (πέτομαι; φύω)
to grow feathers/wings
πτίλος (πέτομαι)
infection of the eyelids
πτόησις (πτοέω)
terrifying fear
Πτολεμαϊκός
Ptolemaic
πτύξις (πτύσσω)
fold of clothing
πύγαργος (πυγή; ἀργός)
white-tailed antelope
πύξος
boxtree
πυραμίς
pyramid
πυρετός (πῦρ)
fever
πυροβόλον (πῦρ; βάλλω)
fire-throwing catapult
πυρόπνους (πῦρ; πνέω)
fiery; fire-breathing
πυροφόρος (πῦρ; φέρω)
fire carrier
πύρπνοος (πῦρ; πνέω)
fire-breathing
πυρπολέω (πῦρ; πέλω)
to light up a fire; watch a fire
πυρρόομαι (πῦρ)
to become red
πυρφόρος (πῦρ; φέρω)
fire-bearing
πυρώδης (πῦρ; εἶδος)
fiery
πωρόω
to harden; make stubborn; become dim
ῥαγάς (ῥήγνυμι)
crevice
ῥάγμα (ῥάσσω)
crack; tear
ραθμ
(Heb.) broom tree
ῥᾳθυμία
recreation; relaxation; sluggishness; laziness; rashness
ῥακώδης (ῥάκος; εἶδος)
ragged
ῥάμμα
thread
ῥανίς (ῥαίνω)
drop
ῥάπισμα (ῥάπις)
stroke; blow; slap
ῥαπτός (ῥάπις)
patched; stitched
ῥαφιδευτής
embroiderer
ῥαφιδευτός (ῥάπις; δύο)
stitcher
ῥεμβασμός (ῥέμβομαι)
roving; wandering
ῥεμβεύω (ῥέμβομαι)
to rove; wander
ῥέμβομαι
to roam; wander
ῥεῦμα (ῥέω)
stream
ρης
(Heb.) resh
ῥιπίζω (ῥίψ)
to toss away; blow away
ῥιπιστός (ῥίψ)
windy
ῥόαξ
stream
ῥοδοφόρος (ῥόδον; φέρω)
rose-bearing
ῥοιζέω (ῥοῖζος)
to babble
ῥόπαλον (ῥέπω)
club
ῥοῦς (ῥέω)
flow; course
ῥοών (ῥόα)
pomegranate orchard
ῥύδην (ῥέω)
furiously
ῥυθμίζω (ῥέω)
to arrange
ῥωμαλέος (ῥώομαι)
strong
σ᾿
sigma (letter of alphabet)
σαβεκ
(Heb.) thicket
σαγή (σάττω)
armor; harness
σάγμα (σάττω)
saddlebag
σαδη
Tsadhe
σαδημωθ
(Heb.) fields
σαθρόω (σαθρός)
to weaken
σαλαμιν
(Heb.) peace
σαμβύκη
harp
σαμχ
(Heb.) samekh
σανίδωμα (σανίς)
planking; deck
σανιδωτός (σανίς)
planked; boarded over
σαπρίζω (σήπω)
to make rotten
σαράβαρα
sandal
σαρκοφαγέω (σάρξ; φάγος)
to eat flesh; meat
σαταν
(Heb) adversary; Satan
σατάν
(Heb) adversary; Satan
σατραπία (σατράπης)
satrapy
σαύρα
lizard
σαχωλ
(Heb.) discretion
σβεστικός (σβέννυμι)
extinguishing; quenching
σειρήνιος (σειρήν)
from a siren
σεῖσμα (σείω)
shaking
σελίς
scroll column
σεμνολογέω (σέβω; λέγω)
to speak seriously
σεμνότης (σέβω)
seriousness; reverence
σεμνῶς (σέβω)
seriously; reverently
σεν
(Heb.) sin/shin
σερσερωθ
(Heb.) chains
σευτλίον
beet
σηκός
shrine; temple
σημαία (σημεῖον)
banner; ensign
σημέα (σημεῖον)
•sign; miracle
σημειόω (σημεῖον)
to note; to manifest
σήπη (σήπω)
rot; decay
σητόβρωτος (σής; βιβρώσκω)
moth-eaten
σῆψις (σήπω)
decay
σθένω (σθενόω)
to be strong
σιαγόνιον (σιαγών)
cheek
σιβύνη
spear
σιγηρός (σιγή)
silent
σιδηρόδεσμος (σίδηρος; δέω)
iron-fettered
σίελον
spit
σίελος (σίελον)
spit; spittle
σικύς
cucumber
σιρομάστης (σειρά; μάστιξ)
spear
σιρώνων
(Heb.) ornaments
σισόη
lock of hair
σιτίον (σῖτος)
grain; food
σιτοβολών (σῖτος; βάλλω)
granary; storehouse
σιτοποιός (σῖτος; ποιέω)
baker
σκάλλω
to search
σκαμβός
crooked; perverse
σκάφη (σκάπτω)
bowl; ship’s boat
σκελίζω (σκέλος)
to overthrow
σκέπασις (σκέπω)
covering; shelter
σκεπεινός (σκέπω)
sheltered
σκευασία (σκεῦος)
preparation
σκῆνος (σκηνή)
tent
σκηνόω (σκηνή)
to pitch a tent; dwell in a tent
σκήνωσις (σκηνή)
dwelling
σκιαγράφος (σκιά; γράφω)
painting; drawing; painter
σκιάδιον (σκιά)
sunshade
σκληρία (σκληρός)
hardness
σκολιότης (σκολιός)
crookedness; dishonesty
σκολιῶς (σκολιός)
dishonestly; perversely
σκόπελον (σκέπτομαι)
mound
σκοπή (σκοπός)
watchtower
σκορακισμός (κόραξ)
contemptuousness
σκόρδον
garlic
σκορπίδιον (σκορπίζω)
arrow shooting machine
σκορπισμός (σκορπίζω)
scattering (Philo+)
σκοτομήνη (σκότος; μήν)
darkness; shadows
σκυβαλίζομαι (σκύβαλον)
•to be treated with contempt
σκύβαλον
garbage
σκυθρωπῶς (σκυθρός; ὁράω)
gloomily
σκυλεία (σκῦλον)
plundering
σκώπτω
to mock
σμαραγδίτης (σμάραγδος)
emerald
σμιρίτης
smyrite; emery
σμύρνινος (σμύρνα)
made from myrrh
σοομ
(Heb.) carnelian
σοφόω (σοφός)
to make wise
σπαίρω
to gasp
σπάνιος (σπάνις)
rare; scarce
σπάνις
scarcity
σπασμός (σπάω)
spasm; convulsion
σπατάλη
luxury; overindulgence
σπερματισμός (σπείρω)
insemination
σπιλόω (σπίλος)
to stain
σπλαγχνοφάγος (σπλάγχνον; φάγος)
eating entrails of a sacrifice
σποδόομαι (σποδός)
to pour ashes on one’s head
σπόνδυλος (σφόνδυλος)
vertebra
σπουδαῖος (σπεύδω)
earnest; excellent
σπουδαιότης (σπεύδω)
earnestness
σπουδαίως (σπεύδω)
earnestly
σταθμόω (ἵστημι)
to measure
σταλαγμός (σταλάσσω)
dripping
σταλάζω (σταλάσσω)
to drip; drop
στάσιμος (ἵστημι)
steady
στεατόομαι (ἵστημι)
to be fattened
στεγνός (στέγω)
waterproof; covering
στέγω
to cover; to endure
στειρόω (στεῖρα)
to be barren
στέμφυλον (στέμβω; φύω)
olive cake; grape cake
στενακτός (στενός)
mourned
στενότης (στενός)
narrowness
στενῶς (στενός)
with difficulty
στέργω
to love
στερέωσις (στερέω)
stubbornness; obstinancy
στερίσκω (στερέω)
to deprive
στέρνον
chest
στεφανηφορέω (στέφανος; φέρω)
to wear a crown
στέφος (στέφανος)
wreath
στέφω (στέφανος)
to put around; to crown
στηθοδεσμίς (στῆθος; δέω)
breast-band
στιβαρός (στείβω)
heavy; sturdy; harsh
στιβαρῶς (στείβω)
heavily
στίβι
eyepaint
στιβίζομαι (στείβω)
to paint black
στίγμα (στίζω)
mark
στικτός (στίζω)
tattooed
στιλβόω (στίλβω)
to polish
στιμίζομαι (στίβι)
to paint black
στιχίζω (στείχω)
to place in a row
στοιχείωσις (στοιχέω)
element; arrangement; introduction
στοιχέω
to walk; live; prosper
στολιστής (στέλλω)
wardrobe keeper
στόμωμα (στόμα)
mouth; entrance
στοχαστής (στόχος)
diviner
στραγγαλάομαι (στράγξ)
to strangle; be strangled
στραγγαλώδης (στράγξ; εἶδος)
knotted
στραγγίζω (στράγξ)
to squeeze
στρατεία (στρατιά)
warfare; fight; expedition; army host
στρατήγημα (στρατιά; ἄγω)
trick
στρατηγία (στρατιά; ἄγω)
command
στρατιῶτις (στρατιά)
soldier (f)
στρατοκῆρυξ (στρατιά; κηρύσσω)
camp herald
στρεβλωτήριον (στρέφω)
torture rack
στρῆνος
insolence; sensuality
στρίφνος
tough meat
στρόφιγξ (στρέφω)
hinge; pivot; axle
στρόφος (στρέφω)
bowel disorder; colic
στροφωτός (στρέφω)
turning on hinges
στρῶμα (στρωννύω)
bed
στυράκινος (στύραξ)
made of storax wood
συγγελάω (σύν; γελάω)
to laugh together
συγγνωμονέω (σύν; γινώσκω)
to pardon
συγγραφεύς (σύν; γράφω)
historian; record-keeper; writer; author
συγγράφω (σύν; γράφω)
to write down
συγγυμνασία (σύν; γυμνός)
shared training
συγκάθημαι (σύν; ἧμαι)
to sit with; dwell with
συγκαθυφαίνομαι (σύν; κατά; ὑφαίνω)
to be interwoven
συγκαταγηράσκω (σύν; κατά; γέρων)
to grow old with
συγκατακληρονομέομαι (σύν; κατά; κληρόω)
to inherit with
συγκαταμίγνυμι (σύν; κατά; μίγνυμι)
to mingle together
συγκαταφέρω (σύν; κατά; φέρω)
to bear down together
συγκατεσθίω (σύν; κατά; ἐσθίω)
to devour together
συγκερατίζομαι (σύν; κέρας)
to fight with horns
συγκεραυνόω (σύν; κεραυνός)
to hit with a thunderbolt
συγκλασμός (σύν; κλάω)
breaking
συγκληρονομέω (σύν; κληρόω; νόμος)
to be co-heir
σύγκλητος (σύν; καλέω)
summoned; assembly; senate (f.)
σύγκοιτος (σύν; κεῖμαι)
bedfellow
συγκολλάω (σύν; κόλλα)
to glue together
συγκομίζω (σύν; κομίζω)
to collect; to bury
σύγκρασις (σύν; κεράννυμι)
mixing together; blending
συγκροτέω (σύν; κρότος)
to knock together
συγκρουσμός (σύν; κρούω)
collision; clash
συγκρύπτω (σύν; κρύπτω)
to conceal
συγκρύφω (σύν; κρύπτω)
to cover
συγκτίζω (σύν; κτίζω)
to create together
συγχαίρω (σύν; χάρις)
to rejoice with
συγχρονίζω (σύν; χρόνος)
to spend time
συγχωρητέον
to be allowed; conceded
συκάμινον (συκάμινος)
•mulberry tree
συλάω
to rob
συλλογή (σύν; λέγω)
gathering
συλλοιδορέω (σύν; λοίδορος)
to revile together
συλλοχάω (σύν; λόχος)
to gather
συλλοχισμός (σύν; λόχος)
roll; list
συμβιόω (σύν; βίος)
to live with
σύμβλημα (σύν; βάλλω)
seam; juncture
σύμβλησις (σύν; βάλλω)
seam; juncture
συμβοηθός (σύν; βοή)
helping; helper
συμβόσκομαι (σύν; βόσκω)
to graze together
συμβουλευτής (σύν; βούλομαι)
adviser
συμβούλιον (σύν; βούλομαι)
plan; council
συμβραβεύω (σύν; βραβεύω)
do judge together
συμμάχος (σύν; μάχη)
ally
συμμετέχω (σύν; μετά; ἔχω)
to partake of
συμμετρία (σύν; μέτρον)
proportion
σύμμετρος (σύν; μέτρον)
suitable
συμμιαίνομαι (σύν; μαίνομαι)
to be defiled with
συμμιγής (σύν; μίγνυμι)
mixed; commingled; promiscuous
συμμισοπονηρέω (σύν; μῖσος; πόνος)
to share hatred of the evil
συμμολύνομαι (σύν; μολύνω)
to defile oneself
συμπαθεία (σύν; πάσχω)
sympathy
συμπαθέω (σύν; πάσχω)
to have sympathy for
συμπαίζω (σύν; παῖς)
to play with
συμπαραγίνομαι (σύν; γίνομαι)
to assemble
συμπαραμένω (σύν; παρά; μένω)
to stay along with; stay among
συμπαρίσταμαι (σύν; παρά; ἵστημι)
to stand up for someone
συμπεραίνω (σύν; πέραν)
to destroy completely
συμπεριλαμβάνω (σύν; περί; λαμβάνω)
to embrace
συμπίνω (σύν; πίνω)
to drink with
συμπλεκτός (σύν; πλέκω)
woven together
συμπλοκή (σύν; πλέκω)
intertwining; sexual embrace
συμποιέω (σύν; ποιέω)
to assist
συμπονέω (σύν; πένομαι)
to labor with
συμπορπάομαι (σύν; πείρω)
to be fastened together
συμπότης (σύν; πίνω)
drinking partner
συμπραγματεύομαι (σύν; πράσσω)
to do business together
συμφερόντως (σύν; φέρω)
profitably
συμφλέγω (σύν; φλέγω)
to burn to ashes
συμφλογίζομαι (σύν; φλέγω)
•to be burnt together
συμφοράζω (σύν; φέρω)
to wail
σύμφορος (σύν; φέρω)
advantageous
συμφράσσω (σύν; φράσσω)
to hem in
συμφρονέω (σύν; φρήν)
to agree; collect oneself
συμφύω (σύν; φύω)
to grow up with
συμφώνως (σύν; φωνή)
in harmony with; harmoniously
συναγελάζομαι (σύν; ἄγω)
to be gathered together
σύναγμα (σύν; ἄγω)
collection
συναλγέω (σύν; ἄλγος)
to suffer with
συναλοάω (σύν; ἀλέω)
to grind into powder
συνανάκειμαι (σύν; ἀνά; κεῖμαι)
to recline together; to eat with
συναναμίγνυμι (σύν; ἀνά; μίγνυμι)
to mix together; to associate with
συναναμίσγω (σύν; ἀνά; μίγνυμι)
to share together
συναναπαύομαι (σύν; ἀνά; παύω)
to rest with
συναναφύρω (σύν; ἀνά; φύρω)
to conspire
συναπάγω (σύν; ἀπό; ἄγω)
to lead off; condescend
συναποθνῄσκω (σύν; ἀπό; θνῄσκω)
to die with
συναποκρύπτω (σύν; ἀπό; κρύπτω)
to hide with
συναριθμέω (σύν; ἀριθμός)
to reckon; calculate
συναρχία (σύν; ἄρχω)
dominion; common government
συνασπίζω (σύν; ἀσπίς)
to protect; support
συναυλίζομαι (σύν; αὐλή)
to associate with
συναφίστημι (σύν; ἀπό; ἵστημι)
to revolt together with
συνδάκνω (σύν; δάκνω)
to experience pain
σύνδειπνος (σύν; δεῖπνον)
dining companion
συνδιώκω (σύν; διώκω)
to pursue someone
συνδυάζω (σύν; δύο)
tumult; excitement
συνεδριάζω (σύν; ἕζομαι)
to sit among; to sit in council
σύνεδρος (σύν; ἕζομαι)
council member
συνείκω (σύν; εἴκω)
to yield
συνεκκεντέω (σύν; ἐκ; κέντρον)
to pierce through; to put to the sword
συνεκπορεύομαι (σύν; ἐκ; πορεύομαι)
to accompany
συνεκτρέφω (σύν; ἐκ; τρέφω)
to grow up together with
συνεκτρίβω (σύν; ἐκ; τρίβος)
to destroy completely
συνέκτροφος (σύν; ἐκ; τρέφω)
brought up together; reared with
συνέλκω (σύν; ἕλκω)
to draw together
συνεξορμάω (σύν; ἐκ; ὁρμή)
to depart together
συνερίζω (σύν; ἔρις)
to contend together with
συνευφραίνομαι (σύν; εὖ; φρήν)
to rej oice with
συνεχής (σύν; ἔχω)
continuous; constant
συνζυγής (σύν; ζυγός)
husband
συνήθης (σύν; ἔθος)
habitual; customary; intimate; friend
συνηχέω (σύν; ἠχή)
to echo; resound
συνθέλω (σύν; θέλω)
to consent with
σύνθετος (σύν; τίθημι)
composite; mixed
συνίστωρ (σύν; οἶδα)
confederate; accomplice; witness; co-knower
συννεφέω (σύν; νέφος)
to cause clouds to gather
συννεφής (σύν; νέφος)
cloudy
σύννους (σύν; νοῦς)
gloomy; in deep thought
συνοδεύω (σύν; ὁδός)
to travel with
συνοδυνάομαι (σύν; ὀδύνη)
to suffer together
συνοικοδομέω (σύν; οἶκος; δῶμα)
to build together
συνολκή (σύν; ἕλκω)
inhaling
συνομολογέω (σύν; ὁμός; λέγω)
to agree
συνούλωσις (σύν; ὅλος)
complete healing
σύντριψις (σύν; τρίβος)
ruin
συντροχάζω (σύν; τρέχω)
to run together
συντυγχάνω (σύν; τυγχάνω)
to reach; to meet
συνυφή (σύν; ὑφαίνω)
woven of same material
συνωμότης (σύν; ὄμνυμι)
ally
συνωρίς (σύν; αἴρω)
pair
σύριγμα (σύν; συρίζω)
scorn
σύριγξ (σύν; συρίζω)
pipe; duct; channel; nostrils (pl)
σῦς (ὗς)
wild pig; boar
συσκήνιος (σύν; σκηνή)
fellow lodger; tentmates
σύσκηνος (σύν; σκηνή)
tentmate; fellow lodger
συσπάω (σύν; σπάω)
to shrivel up
συσσύρω (σύν; σύρω)
to pull down
συχνός (σύν; συχνός)
frequent; long; many
σφαλερός (σφάλλω)
slippery; perilous
σφάλμα (σφάλλω)
false step; stumble; error
σφηκιά (σφήξ)
hornet's nest
σφήξ
wasp
σφιγγία (σφίγγω)
restraint
σφόνδυλος
neck bone; vertebra
σφυροκόπος (σφῦρα; κόπτω)
hammerer (Philo+)
σχάζω
to relax
σχεδιάζω (ἔχω)
to do a thing spontaneously
σχέτλιος (ἔχω)
unwearying; cruel; wicked; miserable
σχῆμα (ἔχω)
form; outward form
σχῖνος
mastic tree
σχιστός (σχίζω)
split
σχοινισμός (σχοῖνος)
allotment
σχολαστής (σχολή)
one with leisure; scholar
σωματοποιέω (σῶμα; ποιέω)
to provide with a body
σωρηδόν (σωρός)
in heaps
σωρηκ
(Heb.) grapes
σωρηχ
Sorek
σωφερ
(Heb.) shofar; ram’s horn
σωφρόνως (σῶς; φρήν)
wisely; soberly; moderately
ταινία (τείνω)
board
τακτός (τάσσω)
appointed
ταμίας (τέμνω)
steward
ταπεινότης (ταπεινός)
humility
ταπεινοφρονέω (ταπεινός; φρήν)
to be humbleminded
ταπεινόφρων (ταπεινός; φρήν)
humble; humility
ταριχεύω (τάριχος)
to salt
ταρσός (τέρσομαι)
wing
ταυρηδόν (ταῦρος)
bull-like
τάφρος (θάπτω)
trench
τέγος
roof
τεκνοφόνος (τίκτω; φόνος)
child killing
τεκτονικός (τίκτω; νίκη)
skilled; carpentry
τέλεος (τέλος)
completely
τελεσιουργέω (τέλος; ἔργον)
to accomplish fully
τελεσφορέω (τέλος; φέρω)
to bring to perfection; to produce mature fruit
τελεσφόρος (τέλος; φέρω)
shrine prostitute
τελίσκομαι (τέλος)
•to initiate
τένων (τείνω)
sinew
τερατεύομαι (τέρας)
to take as a marvel; to boast
τέρετρον (τείρω)
awl
τεταγμένως (τάσσω)
in an orderly manner
τετράδραχμον (τέσσαρες; δράσσομαι)
four drachma coin
τετρακισμύριοι (τέσσαρες; μύριοι)
forty thousand
τετρακοσιοστός (τέσσαρες; ἑκατόν)
four hundredth
τετραμερής (τέσσαρες; μέρος)
four parts
τετραπλῶς (τέσσαρες)
in a fourfold way
τεχνάζω (τίκτω)
to craft; contrive; act cunningly
τεχνάομαι (τίκτω)
to craft
τηγανίζω (τήγανον)
to fry
τηθ
(Heb.) Teth
τηκτός (τήκω)
able to be melted
τηλαύγημα (τῆλε; αὐγή)
white place
τηλαύγησις (τῆλε; αὐγή)
brightness
τιθηνία (τιθηνέω)
nursing
τίμημα (τιμή)
price
τιμογραφέω (τιμή; γράφω)
to tax
τιμωρητής (τιμή; αἴρω)
punisher; avenger
τίναγμα (τινάσσω)
shake
τμητός (τέμνω)
cut
τοῖος (οἷος)
such
τοκάς (τίκτω)
breeding animal
τολύπη
gourd
τομίς (τέμνω)
knife
τόνος (τείνω)
cord; sinew; force; energy
τοπαρχία (τόπος; ἄρχω)
region; district
τραχηλιάω (τράχηλος)
to stiffen the neck
τραχύτης (τραχύς)
roughness; ruggedness
τρέω
to flee in fear
τριακάς (τρεῖς)
thirtieth day
τριακονταετής (τρεῖς; ἑκατόν; ἔτος)
thirty years old; for thirty years
τριημερία (τρεῖς; ἡμέρα)
for three days
τριήρης (τρεῖς; ἐρέσσω)
trireme
τρικυμία (τρεῖς; κύω)
third wave; huge wave; sea storm
τριμερίζω (τρεῖς; μέρος)
to divide into three parts
τρίμηος
•three months
τριόδους (τρεῖς; ὀδούς)
three pronged
τριπλασίως (τρεῖς)
triply
τριπλόος (τρεῖς)
triple
τρισάθλιος (τρεῖς; ἆθλον)
triply wretched
τρισμύριοι (τρεῖς; μύροι)
thirty thousand
τρισσόω (τρεῖς)
to do for a third time
τρισχίλιος (τρεῖς; χίλιοι)
three thousand
τρομέω (τρέμω)
to tremble
τρόπις (τρέπω)
ship’s keel
τροφεία (τρέφω)
pay or service of a wet-nurse; nurture
τροχαντήρ (τρέχω)
bone crusher; joint dislocator wheel
τροχιαῖος (τρέχω)
wheel-like
τροχίζω (τρέχω)
to torture on a wheel
τροχίσκος (τρέχω)
ear-ring
τρυγίας (τρύγη)
dregs
τρυφερεύομαι (τρυφή)
to be delicate
τρυφερότης (τρυφή)
daintiness
τρύφημα (θρύπτω)
object of pleasure
τυλόω (τύλος)
to make callous
τυμπανίζω (τύπος)
to pound like a drum; to torture
τυμπανίστρια (τύπος)
drummer (f)
τυρός
cheese
τυφλόω (τυφλός)
to blind
τῦφος (τύφω)
arrogance; conceit
ὕαλος
crystal-stone; glass
ὑβριστικός (ὕβρις)
insolent; brawling
ὑβρίστρια (ὕβρις)
insolent woman
ὑγιῶς (ὑγιής)
soundly
ὑγραίνω (ὕω)
to wet
ὑδρίσκη (ὕδωρ)
small waterjar
ὑδροποτέω (ὕδωρ; πίνω)
to drink water
ὑλακτέω (ὑλάω)
to bark
ὑλοτόμος (ὕλη; τέμνω)
cutting wood; wood-cutter
ὑλώδης (ὕλη; εἶδος)
wooded
ὑμέναιος (ὑμήν)
wedding song
ὑμνογράφος (ὕμνος; γράφω)
hymn-writer
ὑμνῳδέω (ὕμνος; ᾠδή)
to sing hymns
ὑπαγορεύω (ὑπό; ἀγορά)
to dictate; suggest
ὕπαρ
sort of vision
ὑπείκω (ὑπέρ; εἴκω)
to submit to
ὑπεκρέω (ὑπέρ; ἐκ; ῥέω)
to slip away
ὑπεξαιρέω (ὑπό; ἐκ; αἱρέω)
to exclude; remove
ὑπεράγαν (ὑπέρ; ἄγαν)
exceedingly
ὑπεραγόντως (ὑπέρ; ἄγαν)
exceedingly
ὑπεράλλομαι (ὑπέρ; ἅλλομαι)
to leap up
ὑπέραρσις (ὑπέρ; αἴρω)
high water mark
ὑπερασπίστρια (ὑπέρ; ἀσπίς)
shielder; protector (f)
ὑπερβαλλόντως (ὑπέρ; βάλλω)
more severely; exceedingly
ὑπερβολή (ὑπέρ; βάλλω)
exceeding quality; excess
ὑπερδυναμόω (ὑπέρ; δύναμαι)
to overcome
ὑπέρθυρον (ὑπέρ; θύρα)
lintel
ὑπερκρατέω (ὑπέρ; κεράννυμι)
to overpower
ὑπερμαχέω (ὑπέρ; μάχη)
to defend
ὑπερμήκης (ὑπέρ; μῆκος)
very long; very tall
ὑπερόρασις (ὑπέρ; ὁράω)
disregard
ὕπερος
pestle
ὑπέροψις (ὑπέρ; ὁράω)
disregard; not taking notice
ὑπερπλεονάζω (ὑπέρ; πληρόω)
to overflow; abound greatly
ὑπερτήκω (ὑπέρ; τήκω)
to melt away
ὑπερτίθημι (ὑπέρ; τίθημι)
to defer
ὑπερτιμάω (ὑπέρ; τιμή)
to honor highly
ὑπερφερής (ὑπέρ; φέρω)
surpassing
ὑπέρφοβος (ὑπέρ; φόβος)
very terrifying
ὑπερφωνέω (ὑπέρ; φωνή)
to sing loudly
ὑπερχέομαι (ὑπέρ; χέω)
•to overflow
ὑπέρχομαι (ὑπέρ; ἔρχομαι)
to enter
ὑπερῷος (ὑπέρ)
upper
ὑπεύθυνος (ὑπό; εὐθύς)
subservient to; subject to
ὑπευλαβέομαι (ὑπό; εὖ; λαμβάνω)
to shrink from
ὑπνοω (ὕπνος)
to sleep
ὑπνώδης (ὕπνος; εἶδος)
sleepy
ὑποβάλλω (ὑπό; βάλλω)
to subject; submit; substitute
ὑπόγειος (ὑπό; γῆ)
underground; subterranean
ὑπογραμμός (ὑπό; γράφω)
example; outline
ὑπόγυος (ὑπό; γυῖον)
approaching
ὑποδύω (ὑπό; δύω)
to go under; to put on under
ὑπόθεμα (ὑπό; τίθημι)
tray
ὑπόθεσις (ὑπό; τίθημι)
theory; principle; presupposition
ὑπόλημψις (ὑπό; λαμβάνω)
assumption
ὑπόλοιπος (ὑπό; λείπω)
remaining
ὑπόλυσις (ὑπό; λύω)
loosening
ὑπομαστίδιον (ὑπό; μαστός)
infant; suckling
ὑπομνηματίζομαι (ὑπό; μιμνῄσκομαι)
to record
ὑπονόημα (ὑπό; νοῦς)
supposition
ὑπονύσσω (ὑπό; νύσσω)
to prod
ὑποπυρρίζω (ὑπό; πῦρ)
to become red
ὑπορράπτω (ὑπό; ῥάπις)
to mend
ὑπορρίπτω (ὑπό; ῥίπτω)
to throw down
ὑποσημαίνω (ὑπό; σημεῖον)
to indicate; intimate
ὑποσκέλισμα (ὑπό; σκελίζω)
trip; stumble
ὑποσχάζω (ὑπό; σχάζω)
to trip; cause to collapse
ὑποτίτθιος (ὑπό; τιτθός)
under the breast
ὑπουργός (ὑπό; ἔργον)
helpful; helper
ὑπόφαυσις (ὑπό; φαίνω)
small light opening
ὑπόφρικος (ὑπό; φρίσσω)
shuddering
ὑποχόνδριον (ὑπό; χόνδρος)
belly
ὑποχυτήρ (ὑπό; χέω)
small pitcher
ὑποχωρέω (ὑπό; χωρέω)
to withdraw
ὑποψία (ὑπό; ὁράω)
suspicion
ὑπτιάζω (ὕπτιος)
to stretch out
ὕπτιος
smoothly flowing
ὑπώπιον (ὑπό; ὁράω)
face bruise
ὑστεροβουλία (ὕστερος; βούλομαι)
remorse; hindsight
ὑψηλοκάρδιος (ὕψος; καρδία)
arrogant; proud
ὕψωσις (ὕψος)
exaltation
φαζ
(Heb.) refined gold
φαιδρός (φάω)
bright; beaming; cheerful; sparkling
φανερῶς (φαίνω)
openly; publicly
φαντασιοκοπέω (φαίνω; σκοπός)
to play-act
φάντασμα (φαίνω)
ghost
φαρουριμ
(Heb.) courts
φαύλισμα (φαῦλος)
detestible act
φαυλίστριος (φαῦλος)
contemptuous
φαυλότης (φαῦλος)
evil; worthlessness
φειδωλός (φείδομαι)
sparing
Φελλανι
Phallani (Heb. a certain one)
φελμουνι
(Heb.) a certain person
φερνίζω (φέρω)
to pay the bride price
φευκτός (φεύγω)
what can be fled from; avoidable
φη
(Heb.) pe
φθάρμα (φθείρω)
corrupted
φθίνω
to wane
φθονερός (φθόνος)
envious
φθορεύς (φθείρω)
corruptor
φιλάγαθος (φίλος; ἀγαθός)
loving the good
φιλαμαρτήμων (φίλος; ἁμαρτάνω)
loving sin
φιλανθρωπέω (φίλος; ἄνθρωπος)
to treat kindly
φιλαργυρέω (φίλος; ἄργυρος)
to love money
φιλαργυρία (φίλος; ἄργυρος)
love of money
φιλάργυρος (φίλος; ἄργυρος)
money-loving; avaricious
φιλαρχία (φίλος; ἄρχω)
love of power
φιλελεήμων (φίλος; ἔλεος)
love of mercy; merciful
φιλεχθρέω (φίλος; ἐχθρός)
to be ready to argue
φιληκοΐα (φίλος; ἀκούω)
love of listening
φιλογέωργος (φίλος; γῆ; ἔργον)
love of farming
φιλογύναιος (φίλος; γυνή)
love of women
φιλόκοσμος (φίλος; κόσμος)
adornment-loving
φιλομαθής (φίλος; μανθάνω)
learning-loving; love of learning
φιλομήτωρ (φίλος; μήτηρ)
loving one's mother
φιλονεικέω (φίλος; νεῖκος)
to argue
φιλόνεικος (φίλος; νεῖκος)
argumentative
φιλοπολίτης (φίλος; πόλις)
lover of fellow-citizens; patriot
φιλοπονέω (φίλος; πόνος)
to work lovingly
φιλοπονία (φίλος; πόνος)
love of labor
φιλόστοργος (φίλος; στέργω)
devoted; loving
φιλοστόργως (φίλος; στέργω)
lovingly; kindly
φιλοτιμία (φίλος; τιμή)
love of honor
φιλοτίμως (φίλος; τιμή)
diligently; honorably; ambitiously
φιλοφρονέω (φίλος; φρήν)
to treat affectionately; show kindness to; favor
φιλόψυχος (φίλος; ψύχω)
soul-lover; lover of people
φλεγμονή (φλόξ)
passion
φλέψ
vein
φλόγινος (φλόξ)
burning; flaming
φλοιός (φλέω)
bark
φλύαρος
talkative; gossipy
φοβερισμός (φόβος)
terror
φοβεροειδής (φόβος; εἶδος)
terrible in form
φόβητρον (φόβος)
terror; dreadful sight
φοιβάω (φάω)
to cleanse; purify
φοινικοῦς (φοῖνιξ)
purple
φονεύς (φόνος)
murderer
φονοκτονία (φόνος; κτείνω)
murder; massacre
φονώδης (φόνος; εἶδος)
murderous
φορβεά (φέρβω)
rope; halter
φορολόγητος (φέρω; λέγω)
tributary to
φορτίζω (φέρω)
to burden
φραζων
peasantry; village life
φρενόω (φρήν)
to make wise; teach; be elated (pass.)
φρικασμός (φρίσσω)
trembling
φρικτῶς (φρίσσω)
horribly
φρικώδης (φρίσσω)
causing horror; horribly (neut.)
φροντιστέον (φρήν)
one must take care
φρύγιον (φρύγω)
firewood
φυή
nature; stature; height; stump
φῦκος
red paint
φυλακίζω (φυλάσσω)
to imprison
φυλάκισσα (φυλάσσω)
guard (f)
φυλάρχης (φυλάσσω; ἄρχω)
tribal leader
φύρασις (φύρω)
mixing
φύρδην (φύρω)
confusion
φωταγωγέω (φαίνω; ἄγω)
to guide with light
χαίνω (χάσκω)
to yawn; gape
χαιρετίζω (χάρις)
to greet
Χαλδαϊκός
Chaldean
Χαλδαϊστί
in Chaldean
χαλκεύω (χαλκός)
to forge
χαλκίον (χαλκός)
copper vessel
χαλκοπλάστης (χαλκός; πλάσσω)
bronze worker; copper worker
χαμαιπετής (χαμαί; πίπτω)
falling to the ground; on the ground
χαμανιμ
Chamanim (?)
χαρα (χάρις)
joy
χαρακοβολία (χαράσσω; βάλλω)
building of a mound
χαράκωσις (χαράσσω)
bulwark; barricade
χαρίεις (χάρις)
beautiful; graceful
χαριστήριον
thank-offering
χαριτόω (χάρις)
to be gracious; be favored; bestow on freely
χαροπός (χάρις; ὁράω)
bright-eyed; sparkling; light-blue; amber
χαρσιθ
(Heb.) potsherd
χαρτηρία (χάρτης)
papyrus
χάρτης (χαράσσω)
papyrus sheet; record
χάσμα (χάσκω)
gulf; chasm
χαῦνος (χάσκω)
gaping; porous; loose; empty; thin
χαφ
(Heb.) kaph
χειμάζω (χειμών)
to be storm-tossed; spend the winter
χειμέριος (χειμών)
wintry; stormy
χειραγωγέω (χείρ; ἄγω)
to lead by the hand
χειρίζω (χείρ)
to handle
χειρίστως (χείρ)
in a worse way
χειρονομία (χείρ; νομέω)
hand-to-hand fighting
χειροτονία (χείρ; τείνω)
extending the hand; ordination
χελύνιον (χεῖλος)
jaw
χελώνη
mound
χελωνίς (χεῖλος)
threshold
χερεθ
dungeon (?)
Χερουβ
cherub
Χερουβιν
cherubim
χεττιιν
(Heb.) garments (?)
χήρειος (χήρα)
widowed
χθιζός (χθές)
of yesterday
χίδρον
crushed grain
χιλιοπλασίως (χίλιοι)
thousand times more
χιονόομαι (χιών)
to snow upon
χλαῖνα
shirt; upper raiment
χλαμύς
cloak
χλεύασμα (χλευάζω)
thing mocked
χλοηφόρος (χλόη; φέρω)
grassy
χλωρότης (χλόη)
yellow-green
χοεύς
measure
χονδρίτης (χόνδρος)
bread; grain-cake
χορεία (χορός)
dance
χορηγός (χορός)
supplier; sponsor; chorus leader; group leader
χόριον
placenta; afterbirth
χορτασία (χόρτος)
well-fed; fullness
χορτομανέω (χόρτος)
to be covered (with grass)
χορτώδης (χόρτος)
grass-like
χόω (χέω)
to fill with dirt
χρεοκοπέομαι (χράομαι; κόπτω)
•to lower a debt
χρή (χράομαι)
it ought; should
χρηματιστήριον (χράομαι)
judgment seat
χρησμολογέω (χράομαι; λέγω)
to prophesy
χρηστεύομαι (χράομαι)
to be good; kind
χρηστοήθεια (χράομαι; ἦθος)
generosity of heart; kindness
χρηστῶς (χράομαι)
well
χρονίσκος (χρόνος)
short time
χρυσαυγέω (χρυσός; αὐγή)
to shine like gold
χρυσοειδής (χρυσός; εἶδος)
like gold
χρυσουργός (χρυσός; ἔργον)
goldsmith
χρυσοφορέω (χρυσός; φέρω)
to wear gold
χυδαῖος
numerous
χυλός (χέω)
plant liquid
χωμαριμ
(Heb.) pagan priests
χωματίζω (χέω)
to fortify with dirt mounds
χωνευτής (χέω)
smelter
ψάλτης (ψάλλω)
harpist; psalm-singer
ψαλτός (ψάλλω)
sung to the harp; as a psalm
ψαλτῳδέω (ψάλλω; ᾄδω)
to sing to the harp; as a psalm
ψαμμωτός (ψάω)
made of plaster
ψαύω
to touch
ψευδοθύριον (ψεύδομαι; θύρα)
secret door
ψευδοθυρίς (ψεύδομαι; θύρα)
secret door
ψευδολογέω (ψεύδομαι; λέγω)
to lie
ψευδόμαρτυς (ψεύδομαι; μάρτυς)
false witness
ψηλάφησις (ψάω)
feeling; touching
ψηλαφητός (ψάω)
felt; can be felt
ψηφολογέω (ψάω; λέγω)
to pave with mosaic tile
ψιθυρισμός
whistle; gossip
ψιλός
bare; uncovered; light; bald
ψιλόω (ψιλός)
to strip
ψοφέω (ψόφος)
to stomp
ψόφος
noise
ψύα (ψόα)
hip muscle
ψύλλος
flea
ψυχαγωγία (ψύχω; ἄγω)
persuasion; amusement
ψυχικός (ψύχω)
natural; unspiritual
ψυχουλκέομαι (ψύχω)
to have a last gasp
ψωραγριάω (ψάω; ἄγρα)
to have an itch; to have scabies
ὠδίς (ὠδίν)
birth-pains; pain
ὤμοι (ὦ; ἐγώ)
•shoulder
ὠμόλινον (ὠμός; λίνον)
fax; rough cloth
ὠμοτοκέω (ὠμός; τίκτω)
to miscarry
ὠμόφρων (ὠμός; φρήν)
cruel; cruel minded
ὡραΐζομαι (ὥρα)
to be beautiful
ὡραϊσμός (ὥρα)
elegance; adornment
ὤρυμα (ὠρύομαι)
roaring
ὠφέλημα
benefit
ὠχρός
pale; sallow; mildew