• Shuffle
    Toggle On
    Toggle Off
  • Alphabetize
    Toggle On
    Toggle Off
  • Front First
    Toggle On
    Toggle Off
  • Both Sides
    Toggle On
    Toggle Off
  • Read
    Toggle On
    Toggle Off
Reading...
Front

Card Range To Study

through

image

Play button

image

Play button

image

Progress

1/535

Click to flip

Use LEFT and RIGHT arrow keys to navigate between flashcards;

Use UP and DOWN arrow keys to flip the card;

H to show hint;

A reads text to speech;

535 Cards in this Set

  • Front
  • Back
  • 3rd side (hint)

αγαθός

good

αγαθός ανδροπος

αγγελλω

I announce

η αγορά

market, agora, market place

ο αγρος

field countryside

αγω

I lead or bring

αδικεω

I do wrong, injure

αει

always
οι Αθηναιοι
athenians
Αθηναιος/α/ον
athenian
το αθλον
του αθλου
prize reward
αιρεω
I take
αισθάνομαι
I notice percieve
αισχρος
shameful ugly
αιτεω
I ask, ask for
αιτιος/α/ον + gen
responsible, guilty for
ο αιχμαλωτος
του αιχμαλωτου
prisoner (of war)
ακουω
I hear listen
αληθης/ες
true
αλλα
but
αλλος/η/ο
other, another
ανα +acc
up
αναγκαζω
I force compel
αναχωρεω
I retreat, withdraw
αγγελω
I will announce
αγγελομεν
ηγγειλα
aorist, I announced
ηγγειλαμεν
ηγγελθην
I was announced
ηγγελθημεν
αξω
I will lead
αξομεν
ηγαγον
I led
ηγαγομεν
ηχθην
I was led, brought
ηχθημεν
αδικησω

I will do wrong, injure

αδικησομεν
ηδικησα
I did wrong, injured
ηδικησαμεν
ηδικηθην
I was injured, wrong was done to me
ηδικηθημεν
αιρεω
I take

αιρεομεν

αιρησω
I will take

αιρησομεν

ειλον
I took

ειλομεν

ηρεθην
I was taken
ηρεθημεν
αισθησομαι
I will notice, percieve
αισθησομεθε
ησθομην
I noticed, percieved
αιτησω
I will ask for
αιτησομεν
ητησα
I asked
ητησαμεν
ητηθην

I was asked

ητηθημεν
ακουσομαι
I will hear
ακουσομεθε
ηκουσα
I heard
ηκουσαμεν
ηκουσθην
I was heard
ηκουσθημεν
αναγκασω
I will force, compel
αναγκασομέν
ηναγκασα
I forced, compelled

ηναγκασαμεν

αναχωρησω
I will retreat, withdraw
αναχωρησομεν
ανεχωρησα

I retreated, withdrew

ανεχωρησαμεν
ανδρειος/α/ον
brave
ο άνεμος
wind
του ανέμου
ανευ +gen
without
ο ανηρ or ανδρος
man, husband
ο άνθρωπος
man person
του ανθρώπου
αξιος/α/ον
worthy of
απο +gen
from, away from
αποθνησκω
I die, am killed
αποθνησκομεν
αποθανουμαι
I will die, be killed
απεθανον
I died, was killed
απεθανομεν
αποκρινομαι
I reply
αποκρινομεθα
αποκρινουμαι
I will reply
απεκριναμην
I replied
αποκτεινω
I kill
αποκτεινομεν
αποκτενω
I will kill
απεκτεινα

I killed

απεκτειναμεν

αρα
introduces a question
αρχω +gen
I rule
αρχομαι +gen
I begin
η αρχη
της αρχης
beginning, power, empire
ασθενης/ες
weak
η ασπις
της ασπιδος
sheild
ασφαλης/ες
safe
αυθις
again
αυτος/η/ο
self, himself, etc.
ο αυτος
η αυτη
το αυτο
the same
αυτον/ην/ο
him her it them
αφικνεομαι
I arrive
αφιξομαι
I will arrive
αφικομην

I arrived

βαίνω
I go
βησομαι
I will go
έβην

I was going

βάλλω
I throw
βάλω
I will throw
εβαλον
I threw
εβλήθην
I was hit/thrown
ό βασιλευς, βάσιλεως
King
ό βιος, βίου
Life
βλαπτω
I harm
ή βοη, βοής
Shout
βοηθεω + dat
I help
ή βουλή, βουλής
Plan, council
βουλομαι
I wish, want
βουλησομαι
I will wish, want
έβουληθην
I was wished/wanted
Οί βάρβαροι, βαρβάρων
Foreigners, barbarians
ή βία, βίας
Force, strength

βοαω

I shout

βραδύς, βραδεία, βράδυ

Slow

δακρυω
I cry
δε
But
δει, δεησει, εδέησε (with acc + infin)
It is necessary
δεινός, δεινή, δεινον
Terrible, strange
δέκα
Ten
το δενδρον, δένδρου
Tree
ό δεσπότης, δεσποτου
Master
δεύτερος, δευτερα, δεύτερον
Second
δέχομαι
I receive
δη
Indeed
δια + acc
Because of, on account of
δια τι;
Why?
δια + gen
Through
δι' ολίγου
Soon
διαφθείρω
I destroy
δικαιος, δίκαια, δικαιον
Just, fair
διότι
Because
διώκω
I chase/pursue
δοκει (μοι)
I decide
ό δούλος, δούλου
Slave
δυο, δυο, δυο
Two
δυστυχης, δυστυχης, δυστυχες
Unlucky
το δωρον, δώρου
Present gift
δεξομαι
I will receive
δεξομαι

I will receive

εδεξαμην
I was received
διαφθερο
I will destroy
διέφθειρα
I destroyed
διεφθαρην
I was destroyed
δοξει
I will decide
έδοξε
I decided
δεξομαι
I will receive
εδεξαμην
I was received
διαφθερο
I will destroy
διέφθειρα
I destroyed
διεφθαρην
I was destroyed
δοξει
I will decide
έδοξε

I decided

εάν
If
εαυτόν, εαυτην, εαυτό
Himself, herself, itself
εγώ, εμου
I
εμος, εμη, εμον
My mine
εθελω
I wish
εθελησω
I will wish
ηθελησα
I wished
ει
If
ειδεναι
To know
ειδως, ειδυια, είδος
Knowing
ειμι
I am
εσομαι
I will be
ην
I was
ή ειρήνη, ειρήνης
Peace

εις + acc

To, into

εις τοσουτον
To such an extent
εις, μια, εν
One
εισβαλλω
I throw into, invade
εκ / εξ + gen
Out of, from
εκεί
That, those
εκεί
There
ενθαδε
Here
εννέα
Nine
ό ένοικος, ενοίκου
Inhabitant
έξ
Six
εξεστι(ν) (μοι)
I am allowed, I can
εκείνος, εκείνη, εκείνο
That, those
ή εκκλησία, εκκλησίας
Assembly, meeting
εκφευγω
I escape
ελεύθερος, ελεύθερα, ελεύθερον
Free
ό´Ελλην, ´Ελληνος
A Greek
ελπίζω
I hope
ελπιω
I will hope
ήλπισα

I hoped

εν + dat

In

επει
when, since
επειτα
then, afterwards
επι (+acc)
against, onto, on, at
η επιστολή
letter
επομαι
I follow
εψομαι
I will follow
εσπομην
I followed
επτά
seven
το εργον
work, deed, task, action
έρχομαι
I go, I come
ειμι
I will go/come
ηλθον
I went/came
ερωτάω
I ask (a question)
ερωτησω
I will ask (a question)
ηρομην/ηρωτησα
I asked (a question)
εσθιω
I eat
εδομαι
I will eat
εφαγον
I ate
η εσπέρα
evening
ετι
still
το έτος
year
ευ
well
ευθύς
immediately, at once
ευρισκω
I find
ευρησω
I will find
ηυρον
I found
ηυρεθην
I was found
ευρύς, ευρεία, ευρύ
wide
ευτυχυς, ευτυχής, ευτυχές
lucky, fortunate
εχθος
hostile
εχω
I have
ειχον
I was having
έξω
I will have

εσχον

I had

έως

while, until

η
Or/than
η.....η
Either or
ό ήγεμων, ηγεμονος
Guide, leader
ήδη
Already, by now
ήδυς, ήδεια, ήδυ
Pleasant, sweet
ήμεις, ήμων
We

ήμετερος, ήμετερα, ήμετερον

Our

ήμερα, ήμερας

Day

ο Ζευς


του Διος

zeus

ζητεω

I seek

η θάλασσα
της θαλάσσης
sea
ο θάνατος
του θανάτου
death
θαπτω
I bury
θαψω
I will bury
εθαψα
I buried
θαυμαζω
I am amazed at
η θεα
της θεας
goddess
ο θεος
του θεού
God
η θυγατηρ
της θυγατρος
daughter
η θυρα
της θυρας
door
θυω
I sacrifice
ό ιατρός , ιατρού
Doctor
το ίερον, ίερου
Temple
ίερος, ίερα, ίερον
Sacred
ίνα + subj
In order that, in order to
ό ίππος, ίππου
Horse
ό ίππευς, ίππεως
Cavalrymen,
Plur – the cavalry
ισχυρός, ισχυρά, ισχυρον

Strong

καθευδω
I sleep
καθίζω
I sit
καθιω
I will sit
εκαθισα
I sat
και
And, also, even, too
καιπερ + participle
Although
καίω
I burn
καυσω
I will burn
εκαυσα
I burnt
εκαυθην
I was burnt
κακός, κακή, κακον
Bad, wicked
καλεω
I call
καλώ
I will call
εκαλεσα
I called
εκληθην
I was called
καλός καλή καλον
Beautiful/fine
κατα + acc
According to
κατα γην
By land
κατα + gen
Down
κελευω
I order
ή κεφαλή, κεφαλής
Head
ό κίνδυνος, κίνδυνου
Danger
κλεπτω
I steal
κλεψω
I will steal
έκλεψα
I stole
κολαζω
I punish
έκλαπτην
I was stolen
κοπτω
I cut down
κοψω
I will cut down
έκοψα
I cut down (past)
κρυπτώ
I hide
κταομαι
I obtain / get
κτησομαι
I will obtain / get
έκτησαμην
I obtained/got
κωλυω + infin
I hinder, prevent
λαθρα
in secret, secretly
οι Λακεδαιμονιοι
του Λακεδαιμονιων
the spartans
λαμβανω
I take, capture
ληψομαι
I will take
ελαβον
I took
εληφθην
I was taken
λεγω
I say, speak, tell
ερω
I will say
ειπον
I said
ερρηθην
I was told
λειπω
I leave
λείψω
I will leave
ελιπον
I left
ελειφθην
I was left
ο λιμην
του λιμενος
Harbour
ο λογος
του λόγου
word, speech, etc
λυω

I unite, set free

γαρ
for
γε
at any rate, even
γελαω
I laugh
γελασομαι
I will laugh
εγελασα
I laughed
ο γερων
του γεροντος
old man
η γη
της γης
land
γιγνομαι
I become, happen, occur
γενησομαι
I will become
εγενομην
I became
γιγνωσκω
I know, realize, understand
γνωσομαι
I will know
εγνων
I knew
εγνωσθην
I was known
η γλωσσα
της γλωσσης
tounge, language
γραφω
I write
η γυνη
της γυναικος
woman, wife
Μάλιστα
most very much especially
μαλλον
more
μανθανω
I learn, understand
μαθησομαι
I will learn
εμαθον
I learnt
η μαχη
battle
μαχομαι
I fight
μαχουμαι
I will fight
εμαχεσαμην
I fought
μεγας μεγαλη μεγα
big great
μελλω
I intend am going to
μελλησω
I will intend go to
εμελλησα +fut infinitive
I intended
...μεν...δε
marks contrast
μεντοι
However
μενω
I wait remain
μενώ
I will wait remain
εμεινα
I waited
μετα +acc
after
μετα +gen
with
μη
not
μηδεις, μηδεμια, μηδεν
no one nothing no
μηδεποτε
never
μητε...μητε
neither... nor
η μητηρ
της μητρος
mother
μικρος μικρα μικρον
little
μισεω
I hate
ή ναυς, νεως
Ship
ό ναύτης, ναυτου
Sailor
το ναυτικον, ναυτικού
Fleet
ό νεανιας, νεανιου
Young man
ό νεκρός, νεκρού
Corpse
νέος, νέα, νέον
New
ή νησος, νήσου
Island
ή νίκη, νίκης
Victory
νικάω
I win
νομίζω
I think
νομιω
I will think
ένομισα
I thought
ό νόμος, νομού
Law, custom
ή νόσος, νόσου
Disease, illness
νυν
Now
ή νυξ, νυκτος
Night
ό ξένος ξένου
Stranger, foreigner, host, guest
το ξίφος, ξιφου

Sword

ό ή το
The
όδε ήδε τόδε
This
ή οδός, οδού
Road, path, way, journey
οιδα
I know
οικεω
I live in
ή οικία, οικίας
House
ό οίνος, οίνου
Wine
οιος τ' είμι
I am able, I can
όκτω
Eight
ολιγος, ολίγη, ολίγον
Little
ολίγοι, ολιγαι, ολίγα
Few
το όνομα, ονόματος
Name
τα όπλα, όπλων
Weapons
όραω
I see
οψομαι
I will see
ειδον
I saw
ώφθην
I was seen
οργιζομαι
I grow angry (with)
οργιουμαι
I will grow angry with
ωργισθην
I was grown angry with
το όρος, ορους
Mountain
ός, ή, ό
Who, which
ότι
That
ού, ουκ, ουχ
Not
ουδείς, ουδεμία, ουδέν
No one, nothing, no
ουδεποτε
Never
ούτε ..... ούτε
Neither ... Nor
ουν
Therefore
ουτος, αυτή, τούτο
This
ουτω
So, in this way
ο / η παις, παιδος
child, son, daughter, boy, girl
παρα + acc
contrary to
παρά + gen
from
παρασκευαζω
I prepare
παρεχω
I provide, cause, produce
πας, πάσα, παν
all, every
πασχω
I suffer/experience
πεισομαι
I will suffer/experience
OR
I will obey (if followed by dative)
επαθον
I suffered/experienced
ο πατήρ, πατρος
father
παυω
I stop
παυομαι
I stop/cease from (doing something)
πείθομαι + dat
I obey
επιθομην
I obeyed
πειθω
I persuade
πειραομαι
I try
πειρασομαι
I will try
πέμπτος, πεμπυη, πεμπον
fifth
πεμπω
I send
πεντε
five
περί + acc
round
περί + gen
about, concerning
πινω
I drink
πιουμαι
I will drink
επιον
I drank
πιπτω
I fall
πεσουομαι
I will fall
επεσον
I fell
πιστεύω + dat
I trust/believe
πιστός, πίστη, πιστον
faithful
πλεω
I sail
ο πολίτης, πολιτου
citizen
πολύς, πολλή, πολυ
much
πολλοί, πολλοί, πολλά
many
πολλακις
often
πορευομαι
I travel/march
πορευσομαι
I will travel/march
επορευθην
I travelled/marched
ποσος, πόση, πόσον;
how big? how much?
πόσοι, ποσαι, ποσά;
how many?
ο ποταμός, ποταμου
river
πλευσομαι
I will sail
ποτέ;
when?
που;
where?
ποι;
to where?
πόθεν;
from where?
ο πους, ποδός
foot
πρασσω
I do/fare/manage
πραξω
I will do/fare/manage
επραξα
I did/fared/managed
επραχθην
I was done/fared/managed
προ + gen
before, in front of
επλευσα
I sailed
προς + acc
to, towards, against
προσβάλλω + dat
I attack
προτερον
before, formerly
πρώτον, πρώτη, πρωτον
first
πρωτον
at first, first
η πύλη, πυλης
gate
πυνθανομαι
I learn/ascertain/ask
πευσομαι
I will learn/ascertain/ask
επυθομην
I learnt/ascertained/asked
το πυρ, πυρος
fire
πλην + gen
except
πως;
how?
πλούσιος, πλούσια, πλουσιον
rich
ποιεω
I do, make
ποιος, ποια, ποιον;
what sort of?
ο πόλεμος, πολεμου
war
οι πολέμιοι, πολεμιων
the enemy
η πόλις, πολεως
city, state
ραδοις, ράδια, ραδιον
easy
ή σιγή, σιγής
Silence
ό σιτος, σίτου
Food
σοφός, σοφή, σοφον
Wise
ή στρατιά, στρατιάς
Army
ό στρατηγός, στρατηγού
General
ό στρατιώτης, στρατιωτου
Soldier
σύ
Your
σος, ση, σον
Your
συλλεγω
I collect
συλλεξω
I will collect
συνέλεξα
I collected
ή συμφορά, συμφοράς
Misfortune
οί σύμμαχοι, συμμάχων
Allies
σώζω
I save
σώσω
I will save
έσωσα
I saved
εσωθην
I was saved
τό σώμα, σώματος

Body

ταχυς (εια) (υ)
fast (quickly)
το τειχος
του τειχους
wall
τελος
at last
τεσσαρες/–α
four
τεταρτος/–η/–ον
fourth
τιμάω
I honour, respect
τίς, τί
who?, what?, which?
τις, τι
a certain; someone, something
τοιοῦτος, τοιαύτη, τοιοῦτο
such
τοσοῦτοι, τοσαῦται, τοσαῦτα
so many
τοσοῦτος, τοσαύτη, τοσοῦτο
so great, so much
τότε
then
τρεῖς, τρεῖς, τρία
three
τρέχω
I run
τρίτος, τρίτη, τρίτον
third
τύχη, τύχης, ἡ
chance, luck, fortune (good or bad)
δραμουμαι
I will run
ἔδραμον
I ran
τιμήσω
I will honour
ἐτίμησα
I honoured
ἐτιμήθην
I was honoured
το ὕδωρ
του ὕδατος
water
ο υἱός,
του υἱοῦ
son
η ὕλη,
της ὕλης
wood, forest
ὑμεῖς, ὑμῶν
you (plural)
ὑμέτερος, ὑμετέρα, ὑμέτερον
your; (with article) yours
ὑπέρ
on behalf of (+gen.)
ὑπισχνέομαι, ὑποσχήσομαι, ὑπεσχόμην
I promise
ὕπνος, ὕπνου, ὁ
sleep
ὑπό
by (with agent of passive verbs) (+gen.)
ὕστερον
later
ὑѱηλός, ὑѱηλή, ὑѱηλόν
high
φαίνομαι, φανοῦμαι, ἐφάνην
I seem, appear
φέρω, οἴσω, ἤνεγκα, ἠνέχθην
I carry, bear, endure
φεύγω, φεύξομαι, ἔφυγον
I run away, flee
φημί, φήσω, ἔφην (impf)
I say
φιλέω, φιλήσω, ἐφίλησα, ἐφιλήθην
I love, like, am accustomed to
φίλος, φίλου, ὁ
(male) friend
φοβέομαι
I am afraid, fear
ο φόβος
του φόβου
fear
φονεύω
I murder, kill
φύλαξ, φύλακος, ὁ
guard
φυλάσσω
I guard
η φωνή
της φωνῆς
voice
χαλεπός, χαλεπή, χαλεπόν
difficult
ο χειμών
του χειμῶνος
storm; winter
η χείρ
της χειρός
hand
χράομαι
I use (+dat.)
χρή
it is necessary for (+acc.) to (+inf.)
χρήματα, χρημάτων, τά
money, goods, property
ο χρόνος
του χρόνου
time
ο χρυσός
του χρυσου
gold
η χώρα
της χώρας
country, land
o... (addressing someone)
ὡς
when (as, because)
ὡς τάχιστα (or other superlative)
as quickly as possible
ὥστε
that (so that, with the result that)
χρήσομαι
I will use
ἐχρησάμην
I used
φυλάξω
I will guard
ἐφύλαξα
i guarded
ἐφυλάχθην
I was guarded
φονεύσω
I will murder
ἐφονεύσα
I murdered
ἐφονεύθην
I was murdered
φοβήσομαι
I will fear
ἐφοβήθην

I feared