• Shuffle
    Toggle On
    Toggle Off
  • Alphabetize
    Toggle On
    Toggle Off
  • Front First
    Toggle On
    Toggle Off
  • Both Sides
    Toggle On
    Toggle Off
  • Read
    Toggle On
    Toggle Off
Reading...
Front

Card Range To Study

through

image

Play button

image

Play button

image

Progress

1/181

Click to flip

Use LEFT and RIGHT arrow keys to navigate between flashcards;

Use UP and DOWN arrow keys to flip the card;

H to show hint;

A reads text to speech;

181 Cards in this Set

  • Front
  • Back
brøyte
ρ εκχιονίζω
måke
ρ φτυαρίζω (το χιόνι)
fordre / kreve
ρ απαιτώ
fordring en /krav et
ουσ απαίτηση
fordringsfull
επιθ απαιτητικός
langrenn et
ουσ σκι αντοχής
løype en
ουσ πίστα σκι
i stor grad
εκφ σε μεγάλο βαθμό
komme fram til
εκφ καταλήγω σε, φτάνω (μεταφορικά π.χ επίτευξη στόχων )
mål et
ουσ στόχος
skoleplikt en
ουσ υποχρεωτική μάθηση
på den måten
εκφ με αυτό τον τρόπο
ulikhet en
ουσ απόκλιση, διαφορά, ανομοιότητα, ποικιλία
likhet en
ουσ ισότητα
likestilling en
ουσ ισότητα μεταξύ των φύλων
likhetstank en
ουσ η ιδέα της ισότητας
innenfor
επιρ στο εσωτερικό του...
område et (-er) / felt et)
ουσ περιοχή, πεδίο, γύρω περιοχή
skille etter
ρ χωρίζω με βάση, διαχωρίζω με βάση
kjønn et
ουσ φύλο, γένος
evne en
ουσ ικανότητα, δεξιότητα, διανοητική ικανότητα
prestasjon en
ουσ κατόρθωμα, άθλος, ανδραγάθημα, επίτευγμα
samarbeid et
ουσ συνεργασία, ομαδική εργασία
sosial ferdighet en
ουσ κοινωνική δεξιότητα
sykdom en
ουσ πάθηση, αρρώστια
handikap et
ουσ αναπηρία, εμπόδιο
i størst mulig grad / så langt det er mulig
εκφ στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό
aldrende
επιθ ηλικιωμένος, ηλικίας
jevnaldrende (jevn : isos)
επιθ συνομήλικος
arbeiderparti et /Ap
ουσ εργατικό κόμμα
dominerende
επιθ κυρίαρχος, επικρατέστερος
hovedtrekk et
ουσ κύριο χαρακτηριστικό
legge til rette / skape gode forhold
εκφ δημιουργώ καλές συνθήκες
forutsetning / anlegg / (betingelse (oros-synthiki) ) en
ουσ προσόν, επιδεξιότητα
karakter en
ουσ βαθμός
fjerne
ρ εκτοπίζω, απομακρύνω, βγάζω από τη μέση
høyreside en
ουσ δεξιά (πολιτικά)
være villig til
εκφ είμαι πρόθυμος να
valgfrihet en
ουσ ελευθερία επιλογής
bruk en
ουσ χρήση, χρησιμότητα
motivasjon en
ουσ κίνητρο, παρακίνηση
resultat et (-er) / konsekvens
ουσ αποτέλεσμα, συνέπεια
oppholde seg
ρ βρίσκομαι σε ένα μέρος
lek en
ουσ παιχνίδι
element et (-er) / faktor en
ουσ παράγοντας, συντελεστής
lenge siden sist
εκφ χρόνια και ζαμάνια
øyeblikk et
ουσ στιγμή, για λίγο
reise rundt i
εκφ κάνω το γύρο του
det vet jeg ikke ennå
εκφ αυτό δεν το ξέρω ακόμα
ha ansvar for
εκφ έχω ευθύνη σε
få vite / få kjennskap til
εκφ μαθαίνω
overraske
ρ εκπλήσσω
sier du det?
εκφ σοβαρά μιλάς;
det er vel så
εκφ μάλλον πως είναι έτσι
studium et (studiet-er-ene)
ουσ σπουδές
tja
επιρ μάλλον, ίσως, ενδεχομένως (όταν δεν είμαστε σίγουροι αντί για ναι)
middels / sånn passe
επιρ καλούτσικα, μέτρια, έτσι κι έτσι
kjøttkake en
ουσ κεφτές, κεφτεδάκια
det kunne ikke jeg tenke meg
εκφ δεν θα μπορούσα τώρα που το σκέφτομαι
det hele
εκφ όλο το πακέτο
lignende / sånn
επιθ παρόμοιος
tøy et
ουσ ρούχο, ύφασμα
her og der
εκφ εδώ κι εκεί
samlet
επιρ συνολικά
studiopoeng et
ουσ πόντοι σπουδών (ects)
bachelorgrad en
ουσ πτυχίο
ligger etter /være forsinket
ρ καθυστερώ
lånekasse ei
ουσ ταμείο δανείων
lån på gode betingelser
εκφ δάνειο με ευνοϊκές συνθήκες
ta opp lån / få lån
εκφ παίρνω δάνειο
det er mest vanlig
εκφ συνηθίζεται
stipend et
ουσ επίδομα, επιχορήγηση, υποτροφία
både for .... og for
εκφ τόσο για ... όσο και για
begge deler er
εκφ και οι δύο είναι ...
utenlandske
επιθ ξένης χώρας ...
godkjent
επιθ εγκεκριμένος, αναγνωρισμένος
ramme en
ουσ πλαίσιο (πίνακας)
statlig
επιθ κρατικός
bygge på
ρ βασίζομαι σε (βασίζομαι σε διεθνείς νόμους πχ)
avtale en
ουσ ρύθμιση, διακανονισμός
oppnå
ρ ολοκληρώνω, εκπληρώνω
på tvers av, uten å følge
εκφ χωρίς την ανάγκη ...,
treårig
επιθ τρίχρονος, τριετής
treårige studieprogrammer
επιθ τριετές πρόγραμμα σπουδών
sette sammen
ρ μοντάρω, συγκροτώ, κατασκευάζω, δημιουργώ, επινοώ
i tillegg til
εκφ σε συνδυασμό με, επιπλέον, εκτός από
jus en
ουσ δίκαιο, νομοθεσία
odontologi en
ουσ οδοντιατρική
farmasi en
ουσ φαρμακευτική
i løpet av
εκφ κατά τη διάρκεια
samsvare
ρ αντιστοιχώ
teologi en
ουσ θεολογία
fagområde et (-er)
ουσ επιστημονικό πεδίο
mastergrad / doctorgrad en
ουσ μάστερ, διδακτορικό
avhandling en (handling : drash, energeia, ipothesi ergou, plokh)
ουσ διατριβή, πραγματεία, μελέτη
studiekompetanse en
ουσ εισαγωγικές εξετάσεις
oppfylle krav
εκφ πληρώ τις απαιτήσεις
oppfylle
ρ πληρώ, εκπληρώνω, διαθέτω τα προσόντα
hinder et (hindret-hindre-ene)
ουσ εμπόδιο, τροχοπέδη
hindre
ρ δυσκολεύω, δυσχαιρένω, εμποδίζω
selve studiene ved universitetene
εκφ μεμονωμένες σπουδες στα πανεπιστήμια
selve / isolert sett
επιθ μεμονωμένος
flau
επιθ ντροπαλός, επαίσχυντος, ντροπιασμένος
leve av
ρ συντηρούμαι, ζω από, επιβιώνω
overleve
ρ επιβιώνω
rente en
ουσ τόκος, επιτόκιο
tilbakebetale /utbetale
ρ ξεπληρώνω, επιστρέφω χρήματα
gjennomføre
ρ ολοκληρώνω επιτυχώς
viten en
ουσ γνώση
vitenskap en
ουσ επιστήμη
stilling en
ουσ θέση, αξίωμα
vitenskapelig
επιθ επιστημονικός
professor en
ουσ καθηγητής
førsteamanuens en
ουσ αναπληρωτής καθηγητής
amanuens en
ουσ επίκουρος καθηγητής
langsomt
επιρ αργά, καθυστερημένα
utjevne
ρ εξισώνω, εξισορροπώ
utjevning en
ουσ εξίσωση, εξισορρόπηση
til tross for størrelsen
εκφ παρά το μέγεθος
markere seg
ρ αναδεικνύομαι
forvalte (forvaltning)
ρ διαχειρίζομαι
ressursforvaltning en
ουσ διαχείρηση φυσικών πόρων
kombinere
ρ συνδυάζω
anvende (vende : peristrefomai, girizw)
ρ χρησιμοποιώ, αξιοποιώ, εξασκώ
halvpart en
ουσ μισό
forsker en
ουσ ερευνητής
foregå / hende (hendelse : simvan)
ρ γίνεται, λαμβάνει χώρα, συμβαίνει, διαδραματίζεται
emne / tema et (-er)
ουσ θέμα
rundt om i landet
εκφ τριγύρω στη χώρα
opptak et
ουσ εγγραφή (σε πανεπιστήμιο, στο μαγνητόφωνο)
ta opp
ρ εγγράφω (σε πανεπιστήμιο, στο μαγνητόφωνο)
tilby (r-øy-udt)
ρ προσφέρω, προσφέρομαι
politi en
ουσ αστυνομία
veterinær en
ουσ κτηνίατρος
avgrense
ρ οριοθετώ, περιορίζω
avdeling en
ουσ τμήμα
med avdelinger flere steder
εκφ με τμήματα (παραρτήματα ) σε περισσότερα μέρη
kreative ***
ουσ σπουδές στην τέχνη - δημιουργία
handelsfag
ουσ σπουδές στο εμπόριο
forbud mot
εκφ απαγόρευση του
tildekke
ρ καλύπτω
tildekking en
ουσ κάλυψη (μαντήλα π.χ)
innføre
ρ παρουσιάζω, εισάγω
intern
επιθ εσωτερικός
stille
ρ υποβάλλω
rimelig
επιθ δικαιολογημένος, μετριοπαθής, λογικός, ορθός
urimelig
επιθ εξωφρενικός, υπερβολικός, παράλογος
medelev en
ουσ συμμαθητής
medstudent en
ουσ συμφοιτητής
usikkerhet en
ουσ αβεβαιότητα
forbund et
ουσ ομοσπονδία, συνασπισμός
likeverdig
επιθ ισάξιος
gjensidig
επιθ αμοιβαίος
klesdrakt en
ουσ ενδυμασία
utenkelig
επιθ αδιανόητος, ανυπόφορος, ασύλληπτος
forholde seg
ρ φέρομαι, το όλο σύνολο της εμφάνισής μου με τη συμπεριφορά μου προς τους άλλους
lure noen / føre noen bak lyset
εκφ κοροϊδεύω κάποιον
dekke
ρ σκεπάζω
slør en
ουσ πέπλο, κάλυμμα, μανδύας
gjøre det vanskelig
εκφ το κάνει δύσκολο
oversikt en
ουσ επισκόπηση
gi seg ut for
εκφ παριστάνω, υποκρίνομαι, προσποιούμαι, καμώνομαι
foreslå
ρ εισηγούμαι, προτείνω, συστήνω
gikk på sin side nylig ut
εκφ πήρε δημόσια το μέρος τους πρόσφατα
forsvare
ρ υπερασπίζομαι
dekke seg til
ρ καλύπτομαι (με μανδύλα)
referat et
ουσ σύνοψη, περίληψη
nedentil
επιρ εκεί κάτω (χρησιμοποιείται για τα γεννητικά όργανα)
kjønnsorgan et
ουσ γεννητικό όργανο
ellers nei
εκφ ευχαριστώ αλλά όχι
hekta på
επιθ εθισμένος, κολλημένος με
imponert over
επιθ εντυπωσιασμένος με
ledning en
ουσ καλώδιο ρεύματος
slange / tube en
ουσ σωλήνας
kattvask en
ουσ πρόχειρο πλύσιμο
forsvinne
ρ χάνομαι
hovne opp
ρ πρήζομαι
pære en
ουσ αχλάδι
frosk en
ουσ βάτραχος
kun
επιρ μόνο
hendelse en
ουσ συμβάν